καταπλαστύς: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταπλαστύς -ύος, ἡ smeersel. | |elnltext=καταπλαστύς -ύος, ἡ smeersel. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καταπλαστύς]], ύος [ionic for [[κατάπλασμα]], Hdt.] | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 9 January 2019
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ion. for κατάπλασμα, Hdt.4.75.
German (Pape)
[Seite 1370] ύος, ἡ, ion. = κατάπλασμα, Her. 4, 75.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατάπλασμα, Ἡρόδ. 4. 75.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
enduit, emplâtre, cataplasme.
Étymologie: καταπλάσσω.
Greek Monolingual
καταπλαστύς, ἡ (Α) καταπλάσσω
ιων. τ. βλ. κατάπλασμα.
Greek Monotonic
καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί καταπλάσματος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
καταπλαστύς: ύος ἡ Her. = κατάπλασμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπλαστύς -ύος, ἡ smeersel.
Middle Liddell
καταπλαστύς, ύος [ionic for κατάπλασμα, Hdt.]