κεκραγμός: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεκραγμός -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw.
|elnltext=κεκραγμός -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεκραγμός]], οῦ, = [[κέκραγμα]], Eur.]
}}
}}

Revision as of 02:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκραγμός Medium diacritics: κεκραγμός Low diacritics: κεκραγμός Capitals: ΚΕΚΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: kekragmós Transliteration B: kekragmos Transliteration C: kekragmos Beta Code: kekragmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., E.IA1357, Plu.2.654f (pl.).

German (Pape)

[Seite 1413] ὁ, dasselbe; Eur. I. A. 1357; Plut. Symp. 3, 6, 4 M.; nach Moeris attisch für κραυγή.

Greek (Liddell-Scott)

κεκραγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Εὐρ. Ι. Α. 1357, Πλούτ. 2. 654F· «κεκραγμὸς Ἀττικοί, κραυγὴ Ἕλληνες» Μοῖρις σ. 226· καὶ Φρύνιχ. σ. 337 «παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν, ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. κέκραγμα.

Greek Monolingual

κεκραγμός, ὁ (Α)
το κέκραγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ-κραγα) + κατάλ. -μός].

Greek Monotonic

κεκραγμός: ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κεκραγμός: ὁ Eur., Plut. = κέκραγμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκραγμός -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw.

Middle Liddell

κεκραγμός, οῦ, = κέκραγμα, Eur.]