κράντωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(nl)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κράντωρ -ορος, ὁ [κραίνω] heer, heerser.
|elnltext=κράντωρ -ορος, ὁ [κραίνω] heer, heerser.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κράντωρ]], ορος, = [[κραντήρ]], Eur., Anth.]
}}
}}

Revision as of 19:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράντωρ Medium diacritics: κράντωρ Low diacritics: κράντωρ Capitals: ΚΡΑΝΤΩΡ
Transliteration A: krántōr Transliteration B: krantōr Transliteration C: krantor Beta Code: kra/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = κραντήρ, κ. ἐλευθερίας Epigr. ap. Paus.8.52.6.    II ruler, sovereign, E.Andr.508 (lyr.), AP6.116 (Samos).

Greek (Liddell-Scott)

κράντωρ: -ορος, ὁ, = κραντήρ, κρ. ἐλευθερίας Ἐπιγρ. παρὰ Παυσ. 8. 52, 3. ΙΙ. κυβερνήτης, βασιλεύς, Εὐρ. Ἀνδρ. 508, Ἀνθ. Π. 6. 116.

Greek Monolingual

κράντωρ, -ορος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που φέρει κάτι εις πέρας
2. κυβερνήτης, ηγεμόνας («ὦ χθονὸς Φθίας κράντορες», Ευρ.).

Greek Monotonic

κράντωρ: -ορος, ὁ = κραντήρ, σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κράντωρ: ορος ὁ властитель, повелитель (χθονός Eur.; Ἠμαθίας Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράντωρ -ορος, ὁ [κραίνω] heer, heerser.

Middle Liddell

κράντωρ, ορος, = κραντήρ, Eur., Anth.]