πτερυγωτός: Difference between revisions
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
(nl) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πτερυγωτός -ή -όν [πτερυγόω] met vleugels; overdr.. χρησμὸς π. een gevleugeld orakel Aristoph. Eq. 1086. | |elnltext=πτερυγωτός -ή -όν [πτερυγόω] met vleugels; overdr.. χρησμὸς π. een gevleugeld orakel Aristoph. Eq. 1086. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πτερῠγωτός, ή, όν [as if from [[πτερυγόω]] = [[πτερόω]]<br />having wings, [[winged]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A winged, Arist.PA659b7, 693b7: metaph., χρησμὸς π. Ar.Eq.1086.
German (Pape)
[Seite 809] befiedert, Ar. Equ. 1082, χρησμός, von einem Adler.
Greek (Liddell-Scott)
πτερῠγωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων πτέρυγας, πτερωτός, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 10., 4. 12, 13· μεταφορ., ἀλλὰ γάρ ἐστιν ἐμοὶ χρησμὸς περὶ σοῦ πτερυγωτός, αἰετὸς ὡς γίγνει κτλ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1086.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
muni d’ailes, ailé.
Étymologie: πτερυγόω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πτερυγωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει πτέρυγες ή πτερύγια (α. «δίπουν καὶ πτερυγωτόν», Αριστοφ.
β. «χρησμὸς πτερυγωτός», Αριστοφ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πτερυγωτός
(παλαιοντ.)
απολιθωμένο γένος αρθροπόδων που ανήκει στην τάξη ευρυπτερίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντ-ωτός, πτερ-ωτός). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pterygotus].
Greek Monotonic
πτερῠγωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το πτερυγόω = πτερόω), αυτός που έχει φτερά, φτερωτός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πτερῠγωτός: пернатый, крылатый (χρησμός Arph.; ὄρνις Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτερυγωτός -ή -όν [πτερυγόω] met vleugels; overdr.. χρησμὸς π. een gevleugeld orakel Aristoph. Eq. 1086.
Middle Liddell
πτερῠγωτός, ή, όν [as if from πτερυγόω = πτερόω
having wings, winged, Ar.