στοργή: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στοργή -ῆς, ἡ [στέργω] liefde, genegenheid. lust, passie. AP 5.166.3.
|elnltext=στοργή -ῆς, ἡ [στέργω] liefde, genegenheid. lust, passie. AP 5.166.3.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στοργή]], ἡ, [[στέργω]]<br />[[love]], [[affection]], of parents and children, [[Antipho]].
}}
}}

Revision as of 01:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοργή Medium diacritics: στοργή Low diacritics: στοργή Capitals: ΣΤΟΡΓΗ
Transliteration A: storgḗ Transliteration B: storgē Transliteration C: storgi Beta Code: storgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A love, affection, Emp.109.3, Antipho Fr.73; γνησίων πολιτῶν BMus.Inscr.4.481*.9 (Ephesus), cf. CIG2802 (Aphrodisias); ἐχόμενος τῆς εἰς δὲ ἀεὶ στοργῆς POxy.1766.3 (iii A.D.); esp. of parents and children, ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι Philem.200; γονέων πρὸς ἔκγονα σ. Plu.2.1100d, cf. Cic. Att.10.8.9; σ. φυσικὴ πρὸς τὰ τέκνα Demetr.Lac.Herc.1012.44: pl., Man.4.378, etc.    2 rarely sexual love, AP5.165 (Mel.), 190 (Id.), 7.476 (Id.).

German (Pape)

[Seite 949] ἡ, Liebe, Zuneigung, Zärtlichkeit; bes. Liebe zu den Eltern und Kindern, doch auch Geschlechtsliebe, Mel. 14. 64. 103. 109 (XII, 68. V, 191. 166. VII, 476) u. öfter in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

στοργή: ἡ, (στέργω) ἀγάπη θερμή, μάλιστα ἐκ μέρους τῶν γονέων πρὸς τὰ τέκνα, Ἐμπεδ. 380, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· ἡδύ γε πατήρ τέκνοισιν, εἰ στοργήν ἔχει Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 108· γονέων πρὸς ἔκγονα στ. Πλούτ. 2. 1100D· ἐν τῷ πληθ., Μανέθων 4. 378, κτλ. 2) σπανίως ἐπὶ σαρκικῆς ἐπιθυμίας ἢ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 5. 166, 191., 7. 476. -Πρβλ. στέργω, φιλόστοργος, -έω, -ία.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
tendresse, particul. tendresse paternelle ou filiale.
Étymologie: στέργω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
αγάπη αγνή, θερμή και βαθιά, αφοσίωση (α. «μητρική στοργή» β. «ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι», Φιλήμ.
γ. «γονέων πρὸς ἔκγονα στοργή», Πλούτ.)
αρχ.
σπαν. ερωτική αγάπη, σαρκικός πόθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στοργ- του στέργω].

Greek Monotonic

στοργή: ἡ (στέργω), αγάπη, στοργή, αφοσίωση, λέγεται ιδίως για την αγάπη μεταξύ γονέων και παιδιών, σε Αντιφών.

Russian (Dvoretsky)

στοργή: ἡ любовь (γονέων πρὸς τέκνα Arst. и πρὸς ἔκγονα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοργή -ῆς, ἡ [στέργω] liefde, genegenheid. lust, passie. AP 5.166.3.

Middle Liddell

στοργή, ἡ, στέργω
love, affection, of parents and children, Antipho.