στύγημα: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[στυγέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[στυγέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[στυγῶ]]<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) το [[αντικείμενο]] του μίσους, αυτό που [[κανείς]] μισεί, που αποστρέφεται, [[μίσημα]], [[βδέλυγμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠγημα Medium diacritics: στύγημα Low diacritics: στύγημα Capitals: ΣΤΥΓΗΜΑ
Transliteration A: stýgēma Transliteration B: stygēma Transliteration C: stygima Beta Code: stu/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A an abomination, E.Or.480; ὦ σ., in addressing a person, Babr.95.62.

German (Pape)

[Seite 958] τό, das Gehaßte, der Gegenstand des Hasses; στύγημα ἐμόν Eur. Or. 480; Babr. 95, 62.

Greek (Liddell-Scott)

στύγημα: [ῠ], τό, βδέλυγμα, Εὐρ. Ὀρ. 480· ὦ στύγημα, πρὸς πρόσωπον λεγόμενον, Βάβρ. 95. 62.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet de haine.
Étymologie: στυγέω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α στυγῶ
(ποιητ. τ.) το αντικείμενο του μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα.

Greek Monotonic

στύγημα: [ῠ], -ατος, τό, βδέλυγμα, σίχαμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στύγημα: ατος (ῠ) τό предмет ненависти, отвращения или ужаса Eur., Babr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στύγημα -ατος, τό [στυγέω] voorwerp van haat of afschuw.