τρίκλωστος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρίκλωστος -ον [τρι -, κλώθω] met drie strengen (koord).
|elnltext=τρίκλωστος -ον [τρι -, κλώθω] met drie strengen (koord).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρί-κλωστος, ον,<br />[[thrice]]-spun, [[three]]-[[twisted]], Anth.
}}
}}

Revision as of 02:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίκλωστος Medium diacritics: τρίκλωστος Low diacritics: τρίκλωστος Capitals: ΤΡΙΚΛΩΣΤΟΣ
Transliteration A: tríklōstos Transliteration B: triklōstos Transliteration C: triklostos Beta Code: tri/klwstos

English (LSJ)

ον,

   A thricespun, three-twisted, of a line, AP6.109 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1143] dreimal gesponnen, dreidrähtig, Antp. Sid. 17 (VI, 109).

Greek (Liddell-Scott)

τρίκλωστος: -ον, ὁ τρὶς κλωσθεὶς ἢ ὁ ἐκ τριῶν κλωστῶν ἀποτελούμενος, Ἀνθ. Π. 6. 109.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
filé trois fois ; à triple fil.
Étymologie: τρίς, κλώθω.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίκλωστος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές ή που αποτελείται από τρεις κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλωστός (< κλώθω)].

Greek Monotonic

τρίκλωστος: -ον, αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές, που αποτελείται από τρεις κλωστές, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρίκλωστος: спряденный (свитой) из трех нитей, тройной Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίκλωστος -ον [τρι -, κλώθω] met drie strengen (koord).

Middle Liddell

τρί-κλωστος, ον,
thrice-spun, three-twisted, Anth.