ψέλιον: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψέλιον -ου, τό, later ook ψέλλιον [~ ψάλιον] enkelband:; ψέλιον περὶ ἑκατέρῃ τῶν κνημέων φορέουσι χάλκεον zij dragen een bronzen band om elk van beide onderbenen Hdt. 4.168.1; meestal plur. ψέλια armbanden.
|elnltext=ψέλιον -ου, τό, later ook ψέλλιον [~ ψάλιον] enkelband:; ψέλιον περὶ ἑκατέρῃ τῶν κνημέων φορέουσι χάλκεον zij dragen een bronzen band om elk van beide onderbenen Hdt. 4.168.1; meestal plur. ψέλια armbanden.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψέλιον]], ορ [[ψέλλιον]], ου, τό,<br />an armlet or anklet, Lat. [[armilla]], Hdt., Xen.
}}
}}

Revision as of 02:42, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψέλιον Medium diacritics: ψέλιον Low diacritics: ψέλιον Capitals: ΨΕΛΙΟΝ
Transliteration A: psélion Transliteration B: pselion Transliteration C: pselion Beta Code: ye/lion

English (LSJ)

later sts. ψέλλιον (v. l. in X.Cyr.1.3.2, never in Hdt.), POsl.46.8 (iii A. D.), Supp.Epigr.7.428 (Dura, iii A. D.), in Inscrr. ψίλιον, ψίλλιον (qq. v.), τό:—

   A armlet or anklet, ψέλιον περὶ ἑκατέρῃ τῶν κνημέων Hdt.4.168; mostly in pl. ψέλια, a favourite ornament of the Persians, Id.3.20, 22, 9.80, X.An.1.2.27, Cyr.1.3.2; worn by women in Egypt, BGU1101.8 (i B. C.), POxy.259.11 (i A. D.), etc., and in Greece, Plu.2.142c.    2 an iron implement, perh. agricultural, PCair.Zen.782 (a).42 (iii B. C.); ψελίου καὶ δρεπάνου PPetr.2p.113 (iii B. C.).    II οἱ Δωριεῖς ψέλλιον καλοῦσι τὸ ἄκρον· ὅθεν καὶ ἡμεῖς τὴν ἐπ' ἄκρων χειλέων λεγομένην προσῳδίαν ψιλὴν ἐκαλέσαμεν, ὥς φησι Τρύφων Ammon.Diff.p.143V. (ψέλιον is distd. from ψάλιον by Ammon.Diff.p.142 V., Ptol.Asc.p.396H., but is the later form of ψάλιον acc. to Moer.p.420P., Sch.E.Ph.792 (ἔστι δὲ ψέλιον ὁ κρίκος τοῦ χαλινοῦ, ἢ ἁπλῶς ὁ κρίκος) and this may be the meaning in PCair.Zen. l. c.)

German (Pape)

[Seite 1392] τό, ion. Form statt ψέλλιον, gew. im plur. ψέλια, das Armband, Her. 3, 20. 22. 4, 168. 9, 80; bei den Attikern scheint aber überall die Form mit λλ herzustellen; sie wird auch ψελλίον aceentuirt, ist aber nicht als dim. zu betrachten; ψέλλια περὶ ταῖς χερσίν, Xen. Cyr. 1, 3,2. 8, 5,18; περὶ τοὺς καρποὺς τῶν χειρῶν, 6, 4,2 An. 1, 2,27.

Greek (Liddell-Scott)

ψέλιον: ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις ψέλλιον, τό, κόσμημα τοῦ βραχίονος, ἢ της κνήμης, «βραχιόλι», Λατ. armilla, ψέλιον περὶ ἐκατέρῃ τῶν κνημέων Ἡρόδ 4. 168· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. ψέλια, ἀγαπητὸν κόσμημα τῶν Περσῶν, ὁ αὐτ. 3. 20, 22., 9. 80, Ξεν. Ἀν. 2. 27, Κύρ. Παιδ. 1, 3, 2· ἐν Ἑλλάδι δὲ κόσμημα γυναικεῖον, Πλουτ. 2. 142 C.

French (Bailly abrégé)

ου (τὸ) ; mieux que ψέλλιον;
anneau pour parure ; particul. :
1 anneau pour les bras, bracelet;
2 anneau pour les jambes.
Étymologie: DELG ψαλόν.
Syn. ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον.

Greek Monotonic

ψέλιον: ή ψέλλιον, τό, βραχιόλι ή κόσμημα του βραχίονα ή της κνήμης, Λατ. armilla, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ψέλιον: v. l. ψέλλιον τό
1) запястье, браслет Her., Xen., Plut., Luc.;
2) ножное кольцо Her.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψέλιον -ου, τό, later ook ψέλλιον [~ ψάλιον] enkelband:; ψέλιον περὶ ἑκατέρῃ τῶν κνημέων φορέουσι χάλκεον zij dragen een bronzen band om elk van beide onderbenen Hdt. 4.168.1; meestal plur. ψέλια armbanden.

Middle Liddell

ψέλιον, ορ ψέλλιον, ου, τό,
an armlet or anklet, Lat. armilla, Hdt., Xen.