ψαλόν
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
boucle, anneau de ceinturon ; espèce de mors.
Étymologie: DELG étym. incertaine.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) είδος χαλινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με το ρ. ψάλλω «σφίγγω, πιάνω, τραβώ» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ' άλλη άποψη, το θ. ψαλ- του τ. έχει προέλθει με αντιμετάθεση τών αρκτικών συμφ. από το θ. σπαλ-, που ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ΙΕ ρίζας sp-el-, συγγενή της ρίζας sp-er- (πρβλ. σπεῖρα). Η μαρτυρία, ωστόσο, του τ. ψαλόν ήδη στη Μυκηναϊκή (pasaro με σημ. «πόρπη, σκουλαρίκι, ζωστήρας ξίφους») αντιστρατεύεται μια τέτοια ερμηνευτική προσπάθεια αντιμετάθεσης τών σπ- σε ψ-, εκτός του ότι παρόμοιο φωνητικό φαινόμενο δεν παρατηρείται σε άλλη περίπτωση στην αττ. διάλεκτο. Ο τ. ψαλόν φέρεται ως αρχαιότερος μιας ευρείας οικογένειας λ. της τεχνικής ορολογίας (πρβλ. ψάλιον / ψέλιον / ψίλιον, ψαλίς /ψελίς / σπαλίς, σπαλίων), δηλωτικής αντικειμένων ή κατασκευασμάτων, με κύριο χαρακτηριστικό το στρογγυλό, κυλινδρικό τους σχήμα].