στυράκινος: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στῠράκῐνος:''' [ᾰ], -η, -ον ([[στύραξ]]), κατασκευασμένος από [[ξύλο]] δέντρου, από ρητινώδες [[κόμμι]], [[στύραξ]], σε Στράβ. | |lsmtext='''στῠράκῐνος:''' [ᾰ], -η, -ον ([[στύραξ]]), κατασκευασμένος από [[ξύλο]] δέντρου, από ρητινώδες [[κόμμι]], [[στύραξ]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στῠρά˘κῐνος, η, ον [[στύραξ]]<br />made of the [[wood]] of the [[tree]] [[στύραξ]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:13, 10 January 2019
English (LSJ)
η, ον, (στύραξ (A))
A made of storax, χρῖσμα Id.1.66; ἔλαιον Edict.Diocl.Delph.8. 2 made of the wood of the tree στύραξ, ἀκοντίσματα Str.12.7.3; ῥάβδος LXX Ge.30.37.
German (Pape)
[Seite 959] aus Storax gemacht, Strab. XII, 570.
Greek (Liddell-Scott)
στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (στύραξ) πεποιημένος ἐκ στύρακος· χρῖσμα στυράκινον Διοσκ. 1. 79. 2) πεποιημένος ἐκ ξύλου τοῦ δένδρου στύρακος· ἀκοντίσματα Στράβ. 570.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de styrax;
2 fait en bois de styrax.
Étymologie: στύραξ.
Spanish
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, ΜΑ
κατασκευασμένος με στύρακα («χρῑσμα στυράκινον», Διοσκ.)
αρχ.
κατασκευασμένος από το ξύλο του δένδρου στύραξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύραξ, -ακος (Ι) + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Greek Monotonic
στῠράκῐνος: [ᾰ], -η, -ον (στύραξ), κατασκευασμένος από ξύλο δέντρου, από ρητινώδες κόμμι, στύραξ, σε Στράβ.
Middle Liddell
στῠρά˘κῐνος, η, ον στύραξ
made of the wood of the tree στύραξ, Strab.