συνεοχμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(2b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεοχμός:''' ὁ место соединения, стык (κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος Hom.).
|elrutext='''συνεοχμός:''' ὁ место соединения, стык (κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος Hom.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[juncture]], [[joint]] only <b class="b3">ἐν συνεοχμῳ̃</b> (Ξ 465, verse-end).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: For <b class="b3">*συνοχμός</b> for metrical reasons after word-pairs like <b class="b3">ἔοικα</b> : <b class="b3">οἶκα</b>, <b class="b3">ἑορτή</b> : <b class="b3">ὁρτή</b>. Frisk Eranos 38, 41 f. (= Kl. Schr. 329 f.) w. lit. and critisism of older views.
}}
}}

Revision as of 07:27, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεοχμός Medium diacritics: συνεοχμός Low diacritics: συνεοχμός Capitals: ΣΥΝΕΟΧΜΟΣ
Transliteration A: syneochmós Transliteration B: syneochmos Transliteration C: syneochmos Beta Code: suneoxmo/s

English (LSJ)

ὁ, poet. for Συνοχμός,

   A = συνοχή, joining, joint, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Il.14.465.

Greek (Liddell-Scott)

συνεοχμός: ὁ, ποιητικ. ἀντὶ συνοχμός, = συνοχή, συναφή, σύνδεσις, ἄρθρωσις, κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ Ἰλ. Ξ. 465, ἔνθα ἴδε Spi?zn?r. πρβλ. ὄχμα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
jointure.
Étymologie: p. *συνϜοχμός, de σύν, ἔχω, p. *Ϝέχω = lat. veho ; v. ἔχω.

English (Autenrieth)

(root ϝεχ, ὀχέω): junction, Il. 14.465†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
συναρμογή («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. συνοχμός (< συν- + -οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ. ἔοικα: οἶκα, ἑορτή: ὁρτή.

Greek Monotonic

συνεοχμός: ὁ, ποιητ. αντί συν-οχμός = συνοχή, συνάφεια, συναρμογή, συνάρθρωση, σύνδεση, σύνδεσμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεοχμός -οῦ, ὁ [~ συνοχμός] (punt van) verbinding:. κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ op het punt waar hoofd en nek samenkomen Il. 14.465.

Russian (Dvoretsky)

συνεοχμός: ὁ место соединения, стык (κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: juncture, joint only ἐν συνεοχμῳ̃ (Ξ 465, verse-end).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For *συνοχμός for metrical reasons after word-pairs like ἔοικα : οἶκα, ἑορτή : ὁρτή. Frisk Eranos 38, 41 f. (= Kl. Schr. 329 f.) w. lit. and critisism of older views.