πανστρατιᾷ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "|" to "|")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=panstratia
|Transliteration C=panstratia
|Beta Code=panstratia=&#x007C;
|Beta Code=panstratia=&#x007C;
|Definition=Ion. πανστρατ-ιῇ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with the whole army</b>, <span class="bibl">Hdt.1.62</span>, <span class="bibl">3.39</span>, <span class="bibl">7.203</span>, al., <span class="bibl">Th.2.5</span>, <span class="bibl">6.7</span>, al.: nom. <b class="b3">πανστρατιά</b> is not found; gen., πανστρατιᾶς ξένων καὶ ἀστῶν γενομένης <span class="bibl">Id.4.94</span>.</span>
|Definition=Ion. πανστρατ-ιῇ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with the whole army]], <span class="bibl">Hdt.1.62</span>, <span class="bibl">3.39</span>, <span class="bibl">7.203</span>, al., <span class="bibl">Th.2.5</span>, <span class="bibl">6.7</span>, al.: nom. <b class="b3">πανστρατιά</b> is not found; gen., πανστρατιᾶς ξένων καὶ ἀστῶν γενομένης <span class="bibl">Id.4.94</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:20, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανστρᾰτιᾷ Medium diacritics: πανστρατιᾷ Low diacritics: πανστρατιά Capitals: ΠΑΝΣΤΡΑΤΙΑ
Transliteration A: panstratiā̂i Transliteration B: panstratia Transliteration C: panstratia Beta Code: panstratia=|

English (LSJ)

Ion. πανστρατ-ιῇ,

   A with the whole army, Hdt.1.62, 3.39, 7.203, al., Th.2.5, 6.7, al.: nom. πανστρατιά is not found; gen., πανστρατιᾶς ξένων καὶ ἀστῶν γενομένης Id.4.94.

German (Pape)

[Seite 462] ion. πανστρατιῇ, mit dem ganzen Heere, mit ganzer Heeresmacht; Her. 1, 62. 7, 203; Thuc. 2, 31 u. Folgde; auch der gen. kommt vor, πανστρατιᾶς γενομένης, 4, 94, aber nicht der nom.

Greek (Liddell-Scott)

πανστρᾰτιᾷ: Ἰων. -ιῇ, μετὰ παντὸς τοῦ στρατεύματος, Ἡρόδ. 1. 61., 3. 39., 7. 203, κ. ἀλλ.˙ Θουκ. 2. 168., 6. 7, κ. ἀλλ.˙ - δοτικ. ἐν χρήσει ὡς Ἐπίρρ. ἄνευ εὐχρήστου ὀνομαστικῆς, πανστρατιά, ἂν καὶ εὑρίσκομεν γενικ. πανστρατιᾶς γενομένης, παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 94. Τὰ ὁμαλὰ ἐπιρρήμ. πανστρατεί, -ί, μόνον παρὰ Σουΐδ. καὶ τοῖς Βυζ. Συγγρ., Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 515˙ πρβλ. πανοικίᾳ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
το σύνολο τών στρατιωτικών δυνάμεων, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας
νεοελλ.
κινητοποίηση όλων τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας για την αντιμετώπιση εχθρού
αρχ.
(η δοτ. ως επίρρ.) πανστρατιᾷ, ιων. τ. πανστρατιῇ
με όλο το στράτευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + στρατιά.