Μυκήνη: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Μῠκήνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> Anth. = [[Μυκῆναι]];<br /><b class="num">2)</b> Микена (дочь Инаха) Hom.
|elrutext='''Μῠκήνη:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> Anth. = [[Μυκῆναι]];<br /><b class="num">2)</b> Микена (дочь Инаха) Hom.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Μῠκήνη, ανδ Μῠκῆναι, ῶν, αἱ,<br />Mycene, [[Mycenae]], an [[ancient]] Pelasgic or Achaean [[city]], superseded by the [[Dorian]] [[Argos]], Hom., etc.
}}
}}

Revision as of 04:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μῠκήνη Medium diacritics: Μυκήνη Low diacritics: Μυκήνη Capitals: ΜΥΚΗΝΗ
Transliteration A: Mykḗnē Transliteration B: Mykēnē Transliteration C: Mykini Beta Code: *mukh/nh

English (LSJ)

ἡ, and Μῠκῆναι, αἱ,

   A Mycene, Mycenae: Hom. uses both sg. (Il.4.52, Od.3.304, al.), and pl. (only in Il.2.569, 4.376); the pl. prevails in Att., Th.1.10, etc.:—Adj. Μῠκηναῖος, α, ον, Mycenaean, Il.15.638, etc.: Dor. Subst. Μῠκᾱνεύς, έως, ὁ, a Mycenaean, SIG31 (Delph., v B. C.):—fem. Adj. Μῠκηνίς, ίδος, Critias 16.12 D.: Adv. Μῠκήνηθεν, from Mycene, Il.9.44: Dor. Μῠκᾱνέᾱθεν IG4.492 (Mycenae, vi B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

Μῠκήνη: ἡ, καὶ Μῠκῆναι, αἱ, ἀρχαία Πελασγικὴ ἢ Ἀχαϊκὴ πόλις, ἣν ὑπερέβαλε τὸ Δωρικὸν Ἄργος· - ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται καὶ ἑνικ. καὶ πληθ., ἀλλὰ μάλιστα τὸν πληθ., τοῦτο δὲ ἐπικρατεῖ καὶ παρ’ Ἀττ. - Ἐπίθ. Μυκηναῖος, α, ον, Ὅμ.· θηλ. Μυκηνίς, -ίδος, Εὐρ.· - Ἐπίρρ. Μυκήνηθεν, ἐκ τῶν Μυκηνῶν, Ἰλ. Ι. 44.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Mycènes :
1 cité d’Argolide ; en ce sens, plur. Μυκῆναι;
2 fille d’Inachos.
Étymologie: DELG substrat préhell.

English (Autenrieth)

Mycēne, daughter of Inachus, Od. 2.120; eponymous heroine of the city Μυκήνη or Μυκῆναι, Mycēnae, the residence of Agamemnon.— Μυκήνηθεν, from Mycēnae.—Μυκηναῖος, of Mycēnae.

Greek Monotonic

Μῠκήνη: ἡ και Μυκῆναι, αἱ, Μυκήνη, Μυκήνες, αρχαία Πελασγική ή Αχαϊκή πόλη, πάνω από την οποία βρισκόταν το Δωρικό Άργος, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίθ. Μυκηναῖος, , -ον, ο προερχόμενος ή καταγόμενος από τις Μυκήνες, στον ίδ.· θηλ. Μυκηνίς, -ίδος, σε Ευρ.· επίρρ. Μυκήνηθεν, από τις Μυκήνες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Μῠκήνη:
1) Anth. = Μυκῆναι;
2) Микена (дочь Инаха) Hom.

Middle Liddell

Μῠκήνη, ανδ Μῠκῆναι, ῶν, αἱ,
Mycene, Mycenae, an ancient Pelasgic or Achaean city, superseded by the Dorian Argos, Hom., etc.