αὐτόπρεμνος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐτόπρεμνος:'''<br /><b class="num">1)</b> вместе с корнем (δένδρα αὐτόπρεμνα ἀπόλλυται Soph.);<br /><b class="num">2)</b> перен. целиком и полностью (αὐτόπρεμνον [[διδόναι]] τι Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> ирон. огромный, буйно разросшийся (λόγοι Arph.). | |elrutext='''αὐτόπρεμνος:'''<br /><b class="num">1)</b> вместе с корнем (δένδρα αὐτόπρεμνα ἀπόλλυται Soph.);<br /><b class="num">2)</b> перен. целиком и полностью (αὐτόπρεμνον [[διδόναι]] τι Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> ирон. огромный, буйно разросшийся (λόγοι Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρέμνον]]<br />[[together]] with the [[root]], [[root]] and [[branch]], Soph., Ar.; αὐτ. τι διδόναι to [[give]] in [[absolute]] [[possession]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A together with the root, root and branch, τὰ δ' ἀντιτείνοντ' αὐτόπρεμν' ἀπόλλυται (sc. δένδρα) S.Ant.714, cf. Antiph.231.7; ἀνασπᾶν αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν Ar.Ra.903 (paratrag.); αὐ. τι νέμειν give in absolute possession, A.Eu.401.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόπρεμνος: -ον, σὺν αὐτῇ τῇ ῥίζῃ, αὐτόρριζος, ἐπὶ δένδρων, τὰ δ’ ἀντιτείνοντ’ αὐτόπρεμν’ ἀπόλλυται Σοφ. Ἀντ. 714· πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 10· αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903· ὁλόκληρος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 401.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
avec les racines elles-mêmes, càd entier ; αὐτόπρεμνόν τι διδόναι ESCHL donner qch avec les racines, càd en toute propriété.
Étymologie: αὐτός, πρέμνον.
Spanish (DGE)
-ον
con todas sus raíces
1 de raíz τὰ (δένδρα) δ' ἀντιτείνοντ' αὐτόπρεμν' ἀπόλλυται los (árboles) que resisten perecen arrancados de raíz S.Ant.714, cf. parod. cóm., Antiph.231.7, δένδρεα δ' αὐτόπρεμνα μετωχλίσθησαν ἀρούρης fueron apalancados de la tierra árboles arrancados de raíz Nonn.D.2.77
•fig. parod. trág. αὐτοπρέμνοις τοῖς λόγοισιν ἐμπεσόντα lanzándose (como un torrente) con palabras arrancadas de raíz, e.d. grandes y rudas Ar.Ra.903, ref. a la obstinación de una pers. ὁ δ' ἀντιτείνων αὐ. οἴχεται Eup.260.25, ἵνα ... ἡ ἁμαρτία αὐ. πᾶσα διαφθαρῇ para que el pecado arrancado de raíz perezca del todo Meth.Res.1.40, πᾶσαν ὑπόθεσιν σκανδάλου αὐτόπρεμνον ἀνασπώντων arrancando de raíz todo motivo de escándalo Isid.Pel.Ep.M.78.713A
•ref. a pers., de Laódica τὴν μὲν αὐτόπρεμνον ἡ τοκὰς κόνις χανοῦσα κευθμῷ χείσεται διασφάγος a una (vida) arrancada de cuajo la tierra madre abriéndose la cubrirá en lo hondo de una cavidad Lyc.316, cf. Hsch.
2 con su propio suelo γῆν ... ἣν ... ἔνειμαν αὐτόπρεμνον ... ἐμοί la tierra ... que ... me dieron con su propio suelo A.Eu.401.
3 enraizado en sí mismo de Cristo y su Padre ἓν γένος ἐσμέν, ἔμφυτον, αὐτόπρεμνον somos un solo linaje, enraizado en sí mismo Nonn.Par.Eu.Io.10.30.
Greek Monolingual
αὐτόπρεμνος, -ον (Α)
1. (για δέντρα) μαζί με τη ρίζα, από τη ρίζα
2. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη κατοχή μου, ολοκληρωτικά δικός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -πρεμνος < πρέμνον «το κάτω μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα»].
Greek Monotonic
αὐτόπρεμνος: -ον (πρέμνον), αυτός που έχει μαζί του τη ρίζα, που είναι μαζί με τη ρίζα και τα κλαδιά, σε Σοφ., Αριστοφ.· αὐτόπρεμνος τι διδόναι, παραδίδομαι στην απόλυτη κατοχή, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόπρεμνος:
1) вместе с корнем (δένδρα αὐτόπρεμνα ἀπόλλυται Soph.);
2) перен. целиком и полностью (αὐτόπρεμνον διδόναι τι Aesch.);
3) ирон. огромный, буйно разросшийся (λόγοι Arph.).
Middle Liddell
πρέμνον
together with the root, root and branch, Soph., Ar.; αὐτ. τι διδόναι to give in absolute possession, Aesch.