καταχαλκεύω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachalkeyo
|Transliteration C=katachalkeyo
|Beta Code=kataxalkeu/w
|Beta Code=kataxalkeu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">work</b> or <b class="b2">mould in bronze</b>, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; <b class="b3">ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο</b> that [the coin] <b class="b2">might</b> not <b class="b2">be worked up</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>17</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[work]] or <b class="b2">mould in bronze</b>, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; <b class="b3">ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο</b> that [the coin] [[might]] not <b class="b2">be worked up</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lys.</span>17</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:00, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχαλκεύω Medium diacritics: καταχαλκεύω Low diacritics: καταχαλκεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΑΛΚΕΥΩ
Transliteration A: katachalkeúō Transliteration B: katachalkeuō Transliteration C: katachalkeyo Beta Code: kataxalkeu/w

English (LSJ)

   A work or mould in bronze, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plu.2.559d; ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο that [the coin] might not be worked up, Id.Lys.17.

Greek (Liddell-Scott)

καταχᾰλκεύω: ἐργάζομαι ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν νόμισμα) χρησιμοποιῆται ὡς μέταλλον, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17·- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.

French (Bailly abrégé)

travailler en cuivre ou en airain, garnir de cuivre ou d’airain.
Étymologie: κατά, χαλκεύω.

Greek Monolingual

καταχαλκεύω (AM)
κατεργάζομαι χαλκό, χύνω κάτι σε χαλκό, κατασκευάζω κάτι με χαλκό
αρχ.
παθ. καταχαλκεύομαι
κατασκευάζομαι («ἐπ' οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»].

Russian (Dvoretsky)

καταχαλκεύω: делать из меди (ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχαλκεύω [κατάχαλκος] van een bronslaag voorzien.