γα: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(nl)
Line 27: Line 27:
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[γε]]
|etymtx=See also: s. [[γε]]
}}
{{elnl
|elnltext=γα Boeot. en Dor. voor γε.
}}
}}

Revision as of 06:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰ Medium diacritics: γα Low diacritics: γα Capitals: ΓΑ
Transliteration A: ga Transliteration B: ga Transliteration C: ga Beta Code: ga

English (LSJ)

Dor. for γε, Ar.Ach.775, etc.; cf. εγωγα, τύγα.

German (Pape)

[Seite 469] dor. statt γε, Ar. Lys. 205 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ γε, Ἀριστοφ. Λυσ. 82, κτλ· ὡς ἐν συνθέτ. ἐγωγα, τύγα· ἀκριβῶς ὡς κα εἶναι Δωρ, ἀντὶ τοῦ κε.

Greek Monolingual

(I)
γα (μόριο) (δωρ. τ.) (Α)
γε.
(II)
ο τρίτος φθόγγος στην κλίμακα της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος προς το φα της ευρωπαϊκής.
(III)
γᾱ, η (δωρ. και αιολ. τ.) (Α)
γη.

Greek Monotonic

γᾰ: Δωρ. αντί γε.

Russian (Dvoretsky)

γᾰ: дор. = γε.

Frisk Etymological English

See also: s. γε

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γα Boeot. en Dor. voor γε.