οι: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />οἴ και, ιων. τ., ὀΐ (Α)<br /><b>επιφών.</b> αχ, [[αλίμονο]] («οἴ 'γώ, φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, [[λύπη]], [[έκπληξη]] ή φόβο (<b>πρβλ.</b> [[οϊζύς]], [[οίμοι]])].<br /> <b>(II)</b><br />οἷ και οἷς (Α)<br />(αναφ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> όπου, [[εκεί]] όπου, σε όποιο [[μέρος]] («τί | |mltxt=<b>(I)</b><br />οἴ και, ιων. τ., ὀΐ (Α)<br /><b>επιφών.</b> αχ, [[αλίμονο]] («οἴ 'γώ, φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, [[λύπη]], [[έκπληξη]] ή φόβο (<b>πρβλ.</b> [[οϊζύς]], [[οίμοι]])].<br /> <b>(II)</b><br />οἷ και οἷς (Α)<br />(αναφ. επίρρ.)<br /><b>1.</b> όπου, [[εκεί]] όπου, σε όποιο [[μέρος]] («τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις [[δίκην]];», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) σε ποιο [[σημείο]] («οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. σχηματισμένο από την αναφ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> με κατάλ. -<i>οι</i>, τ. της παλαιάς τοπικής πτώσης (<b>πρβλ.</b> <i>οίκ</i>-<i>οι</i>)].<br /> <b>(III)</b><br />οἷ και εγκλιτ. τ. οι (Α)<br />δοτ. εν. του γ' προσ. της προσ. αντων., και για τα [[τρία]] γένη, [[αντί]] <i>αὐτῷ</i>, <i>αὐτῇ</i>, <i>αὐτῷ</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> <i>ε</i>, αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου].<br /> <b>(IV)</b><br />(ΑΜ οἱ)<br />(πληθ. αρθρ.) <b>βλ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>.<br /> <b>(V)</b><br />οἵ (Α)<br />(πληθ. αναφ. αντων.) <b>βλ.</b> <i>ος</i>, <i>η</i>, <i>ο</i>. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:15, 13 October 2022
Greek Monolingual
(I)
οἴ και, ιων. τ., ὀΐ (Α)
επιφών. αχ, αλίμονο («οἴ 'γώ, φίλοι, πρόστητ' ἀναγκαίας τύχης», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένος τ. που εκφράζει πόνο, λύπη, έκπληξη ή φόβο (πρβλ. οϊζύς, οίμοι)].
(II)
οἷ και οἷς (Α)
(αναφ. επίρρ.)
1. όπου, εκεί όπου, σε όποιο μέρος («τί χωρεῖς οἷ μολὼν δώσεις δίκην;», Σοφ.)
2. (με γεν.) σε ποιο σημείο («οἷ μ' ἀτιμίας ἄγεις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από την αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ με κατάλ. -οι, τ. της παλαιάς τοπικής πτώσης (πρβλ. οίκ-οι)].
(III)
οἷ και εγκλιτ. τ. οι (Α)
δοτ. εν. του γ' προσ. της προσ. αντων., και για τα τρία γένη, αντί αὐτῷ, αὐτῇ, αὐτῷ.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ε, αιτ. εν. αντων. γ' προσώπου].
(IV)
(ΑΜ οἱ)
(πληθ. αρθρ.) βλ. ο, η, το.
(V)
οἵ (Α)
(πληθ. αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο.