μόδα: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=moda | |Transliteration C=moda | ||
|Beta Code=mo/da | |Beta Code=mo/da | ||
|Definition= | |Definition=[[στρώματα]], Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 09:40, 8 July 2020
English (LSJ)
στρώματα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μόδα: «στρώματα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
μόδα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στρώματα».
(II)
η
οι παροδικές προτιμήσεις, γενικά, μιας εποχής στην πολιτισμική και πολιτιστική σφαίρα, στον τρόπο ζωής και, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με ενδύματα, χρώματα, κόμμωση, κοσμήματα, οι οποίες μεταβάλλονται ταχύτερα από ό,τι το γενικότερο ύφος αυτής της εποχής, αλλ. συρμός («το μπλε χρώμα είναι της μόδας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. moda < λατ. modus «τρόπος»].