οιοχίτων: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἰοχίτων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] έναν χιτώνα, ο [[ελαφρά]] ντυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>χίτων</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[οἰοχίτων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] χιτώνα από [[δέρμα]] ή [[μαλλί]] προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄις</i> / <i>οἶς</i>, <i>οἰός</i> «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>οινο</i>-<i>χίτων</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἰοχίτων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] έναν χιτώνα, ο [[ελαφρά]] ντυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] ([[πρβλ]]. [[μονοχίτων]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[οἰοχίτων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] χιτώνα από [[δέρμα]] ή [[μαλλί]] προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄις</i> / <i>οἶς</i>, <i>οἰός</i> «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] ([[πρβλ]]. [[οινοχίτων]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 8 May 2023

Greek Monolingual

(I)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονοχίτων)].
(II)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + χιτών (πρβλ. οινοχίτων)].