στύμα: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
(1b)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''στύμα:''' или [[στῦμα]], ατος τό эол. Theocr. = [[στόμα]].
|elrutext='''στύμα:''' или [[στῦμα]], ατος τό эол. Theocr. = [[στόμα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στύμα]], ατος, τό, [aeolic for [[στόμα]].]
}}
}}

Revision as of 15:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύμα Medium diacritics: στύμα Low diacritics: στύμα Capitals: ΣΤΥΜΑ
Transliteration A: stýma Transliteration B: styma Transliteration C: styma Beta Code: stu/ma

English (LSJ)

   A v. στόμα.    II dub.sens.in PTeb. 815 Fr.6 iii 58 (iii B.C.), and in Hsch. s.v. στυαγόν.

Greek (Liddell-Scott)

στύμα: τό, Αἰολ. ἀντὶ στόμα, Θεόκρ. 29. 25.

Greek Monolingual

(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.
(II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.

Greek Monotonic

στύμα: -ατος, τό, Αιολ. αντί στόμα.

Russian (Dvoretsky)

στύμα: или στῦμα, ατος τό эол. Theocr. = στόμα.

Middle Liddell

στύμα, ατος, τό, [aeolic for στόμα.]