ἄιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(1a)
(CSV import)
 
Line 10: Line 10:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[α <i>privat.</i>,., *[[εἴδω]]<br /><b class="num">I.</b> not to be [[seen]], [[unseen]].<br /><b class="num">II.</b> act. [[unconscious]] of, c. gen., Eur.
|mdlsjtxt=[α <i>privat.</i>,., *[[εἴδω]]<br /><b class="num">I.</b> not to be [[seen]], [[unseen]].<br /><b class="num">II.</b> act. [[unconscious]] of, c. gen., Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀόρατος]], [[ἄγνωστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[ἰδεῖν]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ὁρῶ.
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 14 October 2022

German (Pape)

[Seite 62] verschwunden, τινὰ ποιεῖν, Jemand verschwinden lassen; Hom. dreimal, Od. 1, 235 οἳ κεῖνον μὲν ἄιστον ἐποίησαν περὶ πάντων ἀνθρώπων, 242 οἴχετ' ἄιστος ἄπυστος, Il. 14, 258 καί κέ μ' ἄιστον ἀπ' αἰθέρος ἐμβαλε πόντῳ, εἰ μὴ νὺξ ἐσάωσε. Zusammengezogen nur Aesch. Eum. 565 ὠλετο αἴστος; ἄϊστον ἐκ θρόνων ἐκβαλεῖ Pers. 797, u. öfters Sp.; unbekannt Ap. Rh. 4, 746; Arat. 616; ruhmlos Qu. Sm. 2, 428. Bei Eur. Troad. 1305 ἄτας ἐμᾶς ἄιστος εἶ akt., du kennst mein Unheil nicht, vgl. 313. Bei Stesichor. frg. 97 heißt Ἀθήνη so, die verwüstende.

English (Autenrieth)

(ϝιδε̄ιν): unseen; οἴχετ' ἄιστος, ἄπυστος, Od. 1.242; καί κέ μ ἄιστον ἔμβαλε πόντῳ, ‘to be seen no more.’

English (Slater)

ἄιστος v. ἄισος.

Middle Liddell

privat.,., *εἴδω
I. not to be seen, unseen.
II. act. unconscious of, c. gen., Eur.

Mantoulidis Etymological

(=ἀόρατος, ἄγνωστος). Ἀπό τό α στερητ. + ἰδεῖν. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁρῶ.