καλλίφλοξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
(1ab)
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλίφλοξ]], -ογος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που αναδίδει ωραία [[φλόγα]] («θεοῑσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλόξ]], [[φλογός]].
|mltxt=[[καλλίφλοξ]], -ογος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που αναδίδει ωραία [[φλόγα]] («θεοῖσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλόξ]], [[φλογός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:40, 18 June 2022

German (Pape)

[Seite 1311] ογος, schön flammend, πέλανος Eur. Ion 708.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφλοξ: ὁ, ἡ, ἀναδίδων καλήν, εὐοίωνον φλόγα, πέλανος Εὐρ. Ἴων. 706.

French (Bailly abrégé)

ογος (ὁ, ἡ)
à la flamme brillante ; à la flamme de bon augure.
Étymologie: καλός, φλόξ.

Greek Monolingual

καλλίφλοξ, -ογος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που αναδίδει ωραία φλόγα («θεοῖσιν... καλλίφλογα πέλανον ἐπὶ πυρὶ καθαγνίσας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + φλόξ, φλογός.

Greek Monotonic

καλλίφλοξ: ὁ, ἡ, αυτός που καίγεται δίνοντας ευοίωνη, ευνοϊκή φλόγα, ευνοϊκά σημάδια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίφλοξ: φλογος adj. охваченный ярким пламенем, ярко пылающий (πέλανος Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίφλοξ -φλογος [καλός, φλόξ] met mooie vlam.

Middle Liddell

auspiciously burning, Eur.