νήκερως: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=νήκερως | |||
|Medium diacritics=νήκερως | |||
|Low diacritics=νήκερως | |||
|Capitals=ΝΗΚΕΡΩΣ | |||
|Transliteration A=nḗkerōs | |||
|Transliteration B=nēkerōs | |||
|Transliteration C=nikeros | |||
|Beta Code=nh/kerws | |||
|Definition=ων, [[not horned]], Epic nom. pl. [[νήκεροι]], Hes. ''Op.'' 529. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0251.png Seite 251]] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?). |
Revision as of 11:02, 31 January 2021
English (LSJ)
ων, not horned, Epic nom. pl. νήκεροι, Hes. Op. 529.
German (Pape)
[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).
Greek (Liddell-Scott)
νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.
Greek Monolingual
νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)
αυτός που δεν έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. ά-κερως, δί-κερως].
Greek Monotonic
νήκερως: -ων (νη-, κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. νήκεροι, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νή-κερως, ων, [νη-, κέρας
not horned, epic nom. pl. νήκεροι Hes.