πεντεκαίδεκα: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(1ba)
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πεδεκαίδεκα]]<br /><b>άκλ.</b><br /><b>1.</b> (ως απόλ. αριθμτ.) [[ποσό]] που αποτελείται από μια [[δεκάδα]] και [[πέντε]] μονάδες<br /><b>2.</b> (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ [[πεντεκαίδεκα]]<br />(ενν. <i>ἄνδρες</i>) [[δεκαπέντε]] ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών της Σίβυλλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. [[πέντε]] καί [[δέκα]].
|mltxt=και [[πεδεκαίδεκα]]<br /><b>άκλ.</b><br /><b>1.</b> (ως απόλ. αριθμτ.) [[ποσό]] που αποτελείται από μια [[δεκάδα]] και [[πέντε]] μονάδες<br /><b>2.</b> (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ [[πεντεκαίδεκα]]<br />(ενν. <i>ἄνδρες</i>) [[δεκαπέντε]] ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών της Σίβυλλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. [[πέντε]] καί [[δέκα]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πεντεκαίδεκα [πέντε, καί, δέκα] indecl., vijftien.
|elnltext=πεντεκαίδεκα [πέντε, καί, δέκα] indecl., vijftien.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[fifteen]], Hdt., etc.
|mdlsjtxt=[[fifteen]], Hdt., etc.
}}
}}

Revision as of 21:20, 31 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντεκαίδεκα Medium diacritics: πεντεκαίδεκα Low diacritics: πεντεκαίδεκα Capitals: ΠΕΝΤΕΚΑΙΔΕΚΑ
Transliteration A: pentekaídeka Transliteration B: pentekaideka Transliteration C: pentekaideka Beta Code: pentekai/deka

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.,

   A fifteen, Simon. 125, Th.3.94, Pl.R. 540a, etc. ; οἱ π. ἄνδρες, quindecimviri sacris faciundis, D.C.53.1, cf. 42.51 ; ἱερεῖς οἱ π. καλούμενοι Id.44.15.

German (Pape)

[Seite 557] funfzehn; Her. 1, 203; Plat. Rep. VII, 540 a u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτον, δέκα καὶ πέντε, κοινῶς δεκαπέντε, Σιμωνίδ. 154, Ἡρόδ. 1. 153. κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
quinze.
Étymologie: πέντε, καί, δέκα.

Greek Monolingual

και πεδεκαίδεκα
άκλ.
1. (ως απόλ. αριθμτ.) ποσό που αποτελείται από μια δεκάδα και πέντε μονάδες
2. (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεντεκαίδεκα
(ενν. ἄνδρες) δεκαπέντε ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών της Σίβυλλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί δέκα.

Russian (Dvoretsky)

πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά indecl. пятнадцать Her. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντεκαίδεκα [πέντε, καί, δέκα] indecl., vijftien.

Middle Liddell

fifteen, Hdt., etc.