βοηλατικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(1a)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βοηλάτης]]<br />of or for [[cattle]]-[[driving]]:— ἡ [[βοηλατική]] (sc. [[τέχνη]]) the [[herdsman]]'s art, Plat.
|mdlsjtxt=[from [[βοηλάτης]]<br />of or for [[cattle]]-[[driving]]:— ἡ [[βοηλατική]] (sc. [[τέχνη]]) the [[herdsman]]'s art, Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοηλατικός]] -ή -όν [[βοηλάτης]] van het ossendrijven, het ossendrijven betreffend; subst. ἡ [[βοηλατική]] (sc. [[τέχνη]]) ossendrijverskunde; veeteelt.
}}
}}

Revision as of 06:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοηλᾰτικός Medium diacritics: βοηλατικός Low diacritics: βοηλατικός Capitals: ΒΟΗΛΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: boēlatikós Transliteration B: boēlatikos Transliteration C: voilatikos Beta Code: bohlatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for cattle-driving: -κή (sc. τέχνη), ἡ, the herdsman's art, Pl.Euthphr.13c.

Greek (Liddell-Scott)

βοηλᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς βόσκησιν βοῶν · ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ βοηλάτου, τοῦ βόσκοντος βοῦς, Πλάτ. Εὐθύφρον. 13D.

Greek Monolingual

βοηλατικός, -ή, -όν (Α)
1. όποιος ανήκει στον βοηλάτη
2. ο κατάλληλος για βουκόλος
3. το θηλ. ως ουσ. η βοηλατική
η τέχνη του βοηλάτη.

Greek Monotonic

βοηλᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για βόσκηση βοδιών· ἡ -κὴ (ενν. τέχνη), η τέχνη του βοηλάτη, του ποιμένα βοδιών, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from βοηλάτης
of or for cattle-driving:— ἡ βοηλατική (sc. τέχνη) the herdsman's art, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοηλατικός -ή -όν βοηλάτης van het ossendrijven, het ossendrijven betreffend; subst. ἡ βοηλατική (sc. τέχνη) ossendrijverskunde; veeteelt.