διισχυρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water

Source
(1a)
m (Text replacement - "fut. attic" to "fut. Attic")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[lean]] [[upon]], rely on, τινι Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> to [[affirm]] [[confidently]], τι Plat.; δ. τι [[εἶναι]] Plat.
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] -ιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[lean]] [[upon]], rely on, τινι Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> to [[affirm]] [[confidently]], τι Plat.; δ. τι [[εἶναι]] Plat.
}}
}}

Revision as of 13:30, 1 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

διισχῡρίζομαι: στηρίζομαι εἴς τι, ἐπιστηρίζομαι, τῷ λόγῳ Ἀντιφῶν 133. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 25. 9. ΙΙ. μετὰ πεποιθήσεως βεβαιῶ, τι Πλάτ. Φαίδωνι 63C, κτλ.· δ. τι εἶναι αὐτόθι 114D· δ. ὡς... ὁ αὐτ. Θεαιτ. 154Α· ὅτι... Δημ. 447. 25· δ. περί τινος Ἀνδοκ. 20. 14, Λυσ. 138. 3· τι ὑπέρ τινος Πλάτ. Μένωνι 86Β· περί τινος, ὡς... Ἐπ. Πλάτ 317C·― ἀπολ., ὁ αὐτ. Θεαιτ. 158D, κτλ.

Greek Monolingual

διισχυρίζομαι) ισχυρίζομαι
υποστηρίζω με επιμονή, επιμένω στους ισχυρισμούς μου
αρχ.
στηρίζομαι, βασίζομαι.

Middle Liddell

fut. Attic -ιοῦμαι
I. Dep. to lean upon, rely on, τινι Aeschin.
II. to affirm confidently, τι Plat.; δ. τι εἶναι Plat.