μόριος: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=morios
|Transliteration C=morios
|Beta Code=mo/rios
|Beta Code=mo/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of burial</b>, γῆ <span class="title">AP</span>7.477 (Tymn.).</span>
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of burial]], γῆ <span class="title">AP</span>7.477 (Tymn.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:25, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόριος Medium diacritics: μόριος Low diacritics: μόριος Capitals: ΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: mórios Transliteration B: morios Transliteration C: morios Beta Code: mo/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A of burial, γῆ AP7.477 (Tymn.).

German (Pape)

[Seite 207] vom Schicksal bestimmt, verhängt, fatalis, εἰ μὴ πρὸς Νείλῳ γῆς μορίης ἔτυχες, Grad, Tymn. 5 (VII, 477). Vgl. μόρσιμος u. μοιρίδιος. Ζεύς, der Beschützer der heiligen Oelbäume, μορίαι, Soph. O. C. 710, vgl. Schol. dazu u. zu Ar. Nub. 1001.

Greek (Liddell-Scott)

μόριος: -α, -ον, = μόριμος, μόρσιμος, Ἀνθ. Π. 7. 477. - Περὶ τοῦ: Ζεὺς Μόριος, ἴδε ἐν λέξ. μορία.

Greek Monolingual

(I)
μόριος, ὁ (Α) μόρια
προσωνυμία του Διός ως προστάτη και φύλακα τών ιερών ελαιών της Αθήνας.
(II)
μόριος, -α, -ον (Α) μόρος
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προορίζεται για ταφήμορία γῆ», Ανθ. Παλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «μόριος
ἄπληστος».

Greek Monotonic

μόριος: -α, -ον,
I. = μόρσιμος, σε Ανθ.
II. βλ. μορίαι.

Russian (Dvoretsky)

μόριος: Anth. = μόρσιμος.

Middle Liddell

μόριος, η, ον
I. = μόρσιμος, anth.
II. v. μορίαι.