ναυπόρος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ναυπόρος | |||
|Medium diacritics=ναυπόρος | |||
|Low diacritics=ναυπόρος | |||
|Capitals=ΝΑΥΠΟΡΟΣ | |||
|Transliteration A=naupóros | |||
|Transliteration B=nauporos | |||
|Transliteration C=nafporos | |||
|Beta Code=naupo/ros | |||
|Definition=v. [[ναυσίπορος]] II. 2, [[πλάτη]] E. ''Tr.'' 877. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ναυπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περνάει, που διέρχεται με [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> (για τα [[κουπιά]]) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική [[σημασία]]]. | |mltxt=[[ναυπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περνάει, που διέρχεται με [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> (για τα [[κουπιά]]) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική [[σημασία]]]. |
Revision as of 11:04, 31 January 2021
English (LSJ)
v. ναυσίπορος II. 2, πλάτη E. Tr. 877.
Greek Monolingual
ναυπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνάει, που διέρχεται με πλοίο
2. (για τα κουπιά) αυτός που κάνει τα πλοία να πορεύονται, να κινούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. οδοι-πόρος). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημασία].
Russian (Dvoretsky)
ναυπόρος: приводящий в движение судно (πλάτη Eur.).
Middle Liddell
[cf. ναύπορος = ναυσιπόρος 2,]
ship-speeding, of oars, Eur.