πολιόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
(1ba) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=πολιόθριξ | |||
|Medium diacritics=πολιόθριξ | |||
|Low diacritics=πολιόθριξ | |||
|Capitals=ΠΟΛΙΟΘΡΙΞ | |||
|Transliteration A=polióthrix | |||
|Transliteration B=poliothrix | |||
|Transliteration C=poliothriks | |||
|Beta Code=polio/qric | |||
|Definition=-τριχος, ὁ, ἡ, [[greyhaired]], [[ἱέρειαι]] Str. 7.2.3. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0655.png Seite 655]] τριχος, grauhaarig, Strab. 7, 2, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0655.png Seite 655]] τριχος, grauhaarig, Strab. 7, 2, 3. |
Revision as of 11:03, 31 January 2021
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, greyhaired, ἱέρειαι Str. 7.2.3.
German (Pape)
[Seite 655] τριχος, grauhaarig, Strab. 7, 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολιὰν τὴν κόμην, ἱέρειαι Στράβ. 293.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blancs, chenu.
Étymologie: πολιός, θρίξ.
Greek Monolingual
-τριχος, β, ή, ΜΑ
αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ].
Greek Monotonic
πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, γκριζομάλλης, αυτός που έχει γκρίζα κόμη, σε Στράβ.
Middle Liddell
πολιό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
grayhaired, Strab.