πολύφθορος: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(CSV import) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[pass]]. [[utterly]] destroyed, Soph. | |mdlsjtxt=[[pass]]. [[utterly]] destroyed, Soph. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[utterly ruined]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:51, 4 July 2020
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 entièrement dévasté, ruiné;
2 riche en catastrophes;
3 qui court mille dangers.
Étymologie: πολύς, φθείρω.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος
αρχ.
1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.)
2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φθορος (< φθείρω), πρβλ. ανεμό-φθορος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Russian (Dvoretsky)
πολύφθορος:
1) пораженный многими бедствиями (δῶμα Πελοπιδῶν Soph.);
2) совершенно разрушенный, разоренный (Οἰχαλία Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφθορος -ον [πολύς, φθείρω] veel geteisterd, aan veel vernietiging blootgesteld:. ξένων... στίχας πολυφθόρους ἐν δαί de gelederen van de vreemdelingen, zwaar geteisterd in de strijd Aeschl. Sept. 925; πολύφθορόν τε δῶμα het door rampspoed geteisterde huis Soph. El. 10. veel rondzwervend:. π. πλάνη vele omzwervingen Aeschl. PV 820; τὰς πολυφθόρους τύχας hun ongelukkige omzwervingen Aeschl. PV 633.
Middle Liddell
pass. utterly destroyed, Soph.