μετόπισθεν: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=μετόπισθεν | |||
|Medium diacritics=μετόπισθεν | |||
|Low diacritics=μετόπισθεν | |||
|Capitals=ΜΕΤΟΠΙΣΘΕΝ | |||
|Transliteration A=metópisthen | |||
|Transliteration B=metopisthen | |||
|Transliteration C=metopisthen | |||
|Beta Code=meto/pisqen | |||
|Definition=v. [[μετόπισθε]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ou</i> [[μετόπισθε]];<br /><i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> derrière, en arrière;<br /><b>2</b> ensuite, plus tard.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὄπισθεν]]. | |btext=<i>ou</i> [[μετόπισθε]];<br /><i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> derrière, en arrière;<br /><b>2</b> ensuite, plus tard.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ὄπισθεν]]. |
Revision as of 10:53, 31 January 2021
English (LSJ)
v. μετόπισθε.
French (Bailly abrégé)
ou μετόπισθε;
adv. et prép.
1 derrière, en arrière;
2 ensuite, plus tard.
Étymologie: μετά, ὄπισθεν.
English (Autenrieth)
behind, in the rear , toward the west, Od. 13.241; afterwards , Od. 11.382; w. gen., Od. 9.539.
Greek Monolingual
(Α μετόπισθεν και μετόπισθε)
επίρρ. (τοπικά) από πίσω («μή τις νῡν ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος μετόπισθεν μιμνέτω», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
(με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τα μετόπισθεν
α) το σύνολο τών δυνάμεων, υπηρεσιών και μέσων που βρίσκονται πίσω από τη γραμμή του μετώπου και εξασφαλίζουν από υλική, τεχνική και ιατρική άποψη τη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα
β) τα νώτα της στρατιωτικής διάταξης που υπάρχει στη ζώνη τών επιχειρήσεων
γ) (με ευρεία σημ.) όλο το έδαφος εμπόλεμης χώρας το οποίο βρίσκεται έξω από τη ζώνη επιχειρήσεων
αρχ.
1. (χρονικά) έπειτα, κατόπιν, στη συνέχεια
2. στη δεύτερη σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὄπισθεν.