χειμωνιάτικος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χειμερινός]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>3.</b> (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>(σπάν.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή [[αμφίεση]] («πολύ [[χειμωνιάτικος]] ήλθες [[σήμερα]])<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[χειμωνιάτικα]]<br />ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειμωνιάτικα]] Ν<br />στη [[μέση]] του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμώνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ( | |mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χειμερινός]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>3.</b> (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>(σπάν.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή [[αμφίεση]] («πολύ [[χειμωνιάτικος]] ήλθες [[σήμερα]])<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[χειμωνιάτικα]]<br />ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειμωνιάτικα]] Ν<br />στη [[μέση]] του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμώνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. [[καλοκαιριάτικος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:52, 11 May 2023
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. χειμερινός
2. (για ρούχα) κατάλληλος για τον χειμώνα
3. (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα
4. (σπάν.) (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή αμφίεση («πολύ χειμωνιάτικος ήλθες σήμερα)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειμωνιάτικα
ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα.
επίρρ...
χειμωνιάτικα Ν
στη μέση του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. καλοκαιριάτικος)].