καρκίνιον: Difference between revisions
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karkinion | |Transliteration C=karkinion | ||
|Beta Code=karki/nion | |Beta Code=karki/nion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[καρκίνος]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">hermit-crab, Pagurus</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>529b20</span>; a smaller species, ib.<span class="bibl">547b17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[καρκίνος]] <span class="bibl">111</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.37</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> a kind of | |Definition=τό, Dim. of [[καρκίνος]], <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">hermit-crab, Pagurus</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>529b20</span>; a smaller species, ib.<span class="bibl">547b17</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[καρκίνος]] <span class="bibl">111</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>2.37</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> a kind of [[slipper]], in pl., <span class="bibl">Herod.7.128</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:45, 28 June 2020
English (LSJ)
τό, Dim. of καρκίνος,
A hermit-crab, Pagurus, Arist.HA529b20; a smaller species, ib.547b17. II = καρκίνος 111, Hp.Morb.2.37. III a kind of slipper, in pl., Herod.7.128.
German (Pape)
[Seite 1327] τό, dim. von καρκίνος; Arist. H. A. 5, 15; Dorio bei Ath. VII, 300 f.
Greek (Liddell-Scott)
καρκίνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρκίνος, «τό δὲ καλούμενον καρκίνιον τρόπον τινὰ κοινόν ἐστι τῶν τε μαλακοστράκων καὶ τῶν ὀστρακοδέρμων. Αὐτὸ μόνον γὰρ τῇ φύσει ὅμοιον τοῖς καραβοειδέσι, καὶ γίνεται αὐτὸ καθ’ αὑτό. τῷ εἰσδύεσθαι καὶ ζῆν ἐν ὀστράκῳ, ὅμοιον τοῖς ὀστρακοδέρμοις..., τὴν δὲ μορφὴν ὡς μὲν ἁπλῶς εἰπεῖν ὅμοιόν ἐστι τοῖς ἀράχναις, πλὴν τὸ κάτω τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ θώρακος μεῖζον ἔχει ἐκείνου» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 27 κἑξ.· - μικρόν τι εἶδος καρκίνων εὑρισκομένων ἐν ταῖς πίναις (πρβλ. πιννοτήρης, «ἔχουσι δ’ ἐν αὑταῖς (αἱ πῖναι) πιννοφύλακα, αἱ μὲν καρίδιον αἱ δὲ καρκίνιον» αὐτόθι 5. 15, 15.
Greek Monolingual
καρκίνιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του καρκίνος)
1. μικρός κάβουρας
2. (ειδικότερα) είδος μικρού κάβουρα
3. ιατρ. κακοήθης όγκος
4. στον πληθ. τὰ καρκίνια
είδος εμβάδων, παντόφλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. μαχαίρ-ιον, πόδ-ιον)].
Russian (Dvoretsky)
καρκίνιον: τό маленький краб, рачок Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρκίνιον -ου, τό [καρκίνος] gezwel. Hp.