νώροψ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νῶροψ]], -οπος, ό, ή (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως επίθ. του χαλκού) [[στιλπνός]], [[αστραφτερός]] («ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νῶροψ]]<br />[[λαμπρός]], [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]], ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[νῶροψ]] μαρτυρείται στον Όμηρο μόνο στη δοτ. και αιτ. <i>νώρ</i>-<i>οπι</i> και <i>νώρ</i>-<i>οπα</i> ως επίθ. του χαλκού και πολύ αργότερα του πέπλου με τη σημ. «[[λαμπρός]], [[οξύφωνος]], [[ένηχος]], αυτός που θαμπώνει την όψη». Φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν ήταν σίγουροι για τη σημ. της λέξης, παρ' όλα αυτά θεώρησαν ότι σημαίνει «[[λαμπρός]]» αποδίδοντας αυτήν την [[ιδιότητα]] στον χαλκό, [[σημασία]] όμως που δεν βοηθά στην ετυμολόγησή της. Η λ. έχει συνδεθεί με το [[ἀνήρ]] και έχει αναχθεί σε αμάρτυρο τ. <i>νωρός με</i> σημ. «στέρεος, [[σταθερός]]» (> [[νωρεῖ]]), από όπου το [[νῶροψ]], [[κατά]] το [[αἶθοψ]] ως επίθ. προσδιοριστικό μετάλλου. Η [[μαρτυρία]] του μυκην. <i>noriwoko</i>, εξάλλου, δεν διευκολύνει την ετυμολ. της λέξης. Κατ' άλλους, η λ. έχει συνδεθεί με τη [[γλώσσα]] «<i>Νώρακος</i><br />[[πόλις]] Παννονίας ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ [[σίδηρος]]». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λέξης με το ρ. [[ἐρέπτομαι]] «[[τρώγω]]» δεν φαίνεται πιθανή].
|mltxt=[[νῶροψ]], -οπος, ό, ή (Α)<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] ως επίθ. του χαλκού) [[στιλπνός]], [[αστραφτερός]] («ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νῶροψ]]<br />[[λαμπρός]], [[ὀξύφωνος]], [[ἔνηχος]], ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[νῶροψ]] μαρτυρείται στον Όμηρο μόνο στη δοτ. και αιτ. <i>νώρ</i>-<i>οπι</i> και <i>νώρ</i>-<i>οπα</i> ως επίθ. του χαλκού και πολύ αργότερα του πέπλου με τη σημ. «[[λαμπρός]], [[οξύφωνος]], [[ένηχος]], αυτός που θαμπώνει την όψη». Φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν ήταν σίγουροι για τη σημ. της λέξης, παρ' όλα αυτά θεώρησαν ότι σημαίνει «[[λαμπρός]]» αποδίδοντας αυτήν την [[ιδιότητα]] στον χαλκό, [[σημασία]] όμως που δεν βοηθά στην ετυμολόγησή της. Η λ. έχει συνδεθεί με το [[ἀνήρ]] και έχει αναχθεί σε αμάρτυρο τ. <i>νωρός με</i> σημ. «στέρεος, [[σταθερός]]» (> [[νωρεῖ]]), από όπου το [[νῶροψ]], [[κατά]] το [[αἶθοψ]] ως επίθ. προσδιοριστικό μετάλλου. Η [[μαρτυρία]] του μυκην. <i>noriwoko</i>, εξάλλου, δεν διευκολύνει την ετυμολ. της λέξης. Κατ' άλλους, η λ. έχει συνδεθεί με τη [[γλώσσα]] «<i>Νώρακος</i><br />[[πόλις]] Παννονίας ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ [[σίδηρος]]». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λέξης με το ρ. [[ἐρέπτομαι]] «[[τρώγω]]» δεν φαίνεται πιθανή].
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 28 March 2021

Greek Monolingual

νῶροψ, -οπος, ό, ή (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. του χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός
3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ
λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νῶροψ μαρτυρείται στον Όμηρο μόνο στη δοτ. και αιτ. νώρ-οπι και νώρ-οπα ως επίθ. του χαλκού και πολύ αργότερα του πέπλου με τη σημ. «λαμπρός, οξύφωνος, ένηχος, αυτός που θαμπώνει την όψη». Φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν ήταν σίγουροι για τη σημ. της λέξης, παρ' όλα αυτά θεώρησαν ότι σημαίνει «λαμπρός» αποδίδοντας αυτήν την ιδιότητα στον χαλκό, σημασία όμως που δεν βοηθά στην ετυμολόγησή της. Η λ. έχει συνδεθεί με το ἀνήρ και έχει αναχθεί σε αμάρτυρο τ. νωρός με σημ. «στέρεος, σταθερός» (> νωρεῖ), από όπου το νῶροψ, κατά το αἶθοψ ως επίθ. προσδιοριστικό μετάλλου. Η μαρτυρία του μυκην. noriwoko, εξάλλου, δεν διευκολύνει την ετυμολ. της λέξης. Κατ' άλλους, η λ. έχει συνδεθεί με τη γλώσσα «Νώρακος
πόλις Παννονίας ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ σίδηρος». Η σύνδεση, τέλος, της λέξης με το ρ. ἐρέπτομαι «τρώγω» δεν φαίνεται πιθανή].