ὀπισθέναρ: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
m (Text replacement - ">" to ">") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opisthenar | |Transliteration C=opisthenar | ||
|Beta Code=o)pisqe/nar | |Beta Code=o)pisqe/nar | ||
|Definition=ᾰρος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ᾰρος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[the back of the hand]], <span class="bibl">Poll.2.143</span>, <span class="bibl">144</span>, <span class="bibl">9.126</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:35, 1 July 2020
English (LSJ)
ᾰρος, τό,
A the back of the hand, Poll.2.143, 144, 9.126.
German (Pape)
[Seite 358] αρος, τό, der Rücken der flachen Hand, Hippocr. u. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 870.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθέναρ: -ᾰρος, τό, τὸ ὄπισθεν τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν ἔνδοθεν τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου μέχρι τοῦ λιχανοῦ, θέναρ καλεῖται, τὸ δὲ ἔξωθεν ὀπισθέναρ» Πολυδ. Β΄, 143, 144, Γαλην.
Greek Monolingual
το (Α ὀπισθέναρ, -αρος)
η σαρκώδης προεξοχή που σχηματίζεται στο ωλένιο χείλος της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθο-θέναρ (< ὄπισθεν + θέναρ «το κοίλο της παλάμης, χούφτα»), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].