επιτάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπιτάσσω]] και αττ. τ. ἐπιτάττω) [[τάσσω]]<br />[[τοποθετώ]], [[παρατάσσω]] [[πίσω]] από [[άλλο]] («[[ὄπισθεν]] δὲ τοῦ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]], [[υπαγορεύω]], [[προστάζω]]<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] [[επίταξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]], [[παραγγέλλω]] (α. «καὶ [[πάντως]] τὸ ἂν ἐπιτάσσῃς σύ», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «φυλάττειν τὸν πατέρ’ ἐπέταξε νῷν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[επιβάλλω]] διαταγές («ἐπιτάσσοντες ἤδη καὶ [[οὐκέτι]] αἰτιώμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] την προστακτική [[έγκλιση]] («εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν "μῆνιν ἄειδε, θεά", τὸ γὰρ κελεῡσαι φησὶν ποιεῑν τι... ἐπίταξίς έστιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] ή κάποιον [[μετά]] από [[άλλο]] ή [[δίπλα]]<br /><b>5.</b> [[διορίζω]] κάποιον ως αρχηγό («ἐπιτάξας αὐτοῑς Πτολεμαῑον», Αρρ.)<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ.) <i>ἐπιτασσόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />επιβαλλόμενος υποχρεωτικά («[[κατά]] νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=(Α [[ἐπιτάσσω]] και αττ. τ. ἐπιτάττω) [[τάσσω]]<br />[[τοποθετώ]], [[παρατάσσω]] [[πίσω]] από [[άλλο]] («[[ὄπισθεν]] δὲ τοῦ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]], [[υπαγορεύω]], [[προστάζω]]<br /><b>2.</b> [[εκτελώ]] [[επίταξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστάζω]], [[διατάζω]], [[παραγγέλλω]] (α. «καὶ [[πάντως]] τὸ ἂν ἐπιτάσσῃς σύ», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «φυλάττειν τὸν πατέρ’ ἐπέταξε νῷν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δίνω]], [[επιβάλλω]] διαταγές («ἐπιτάσσοντες ἤδη καὶ [[οὐκέτι]] αἰτιώμενοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χρησιμοποιώ]] την προστακτική [[έγκλιση]] («εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν "μῆνιν ἄειδε, θεά", τὸ γὰρ κελεῡσαι φησὶν ποιεῖν τι... ἐπίταξίς έστιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] ή κάποιον [[μετά]] από [[άλλο]] ή [[δίπλα]]<br /><b>5.</b> [[διορίζω]] κάποιον ως αρχηγό («ἐπιτάξας αὐτοῑς Πτολεμαῑον», Αρρ.)<br /><b>6.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ.) <i>ἐπιτασσόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />επιβαλλόμενος υποχρεωτικά («[[κατά]] νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιτάσσω και αττ. τ. ἐπιτάττω) τάσσω
τοποθετώ, παρατάσσω πίσω από άλλοὄπισθεν δὲ τοῦ πεζοῡ ἐπέταξε πᾱσαν τὴν ἵππον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. επιβάλλω, υπαγορεύω, προστάζω
2. εκτελώ επίταξη
αρχ.
1. προστάζω, διατάζω, παραγγέλλω (α. «καὶ πάντως τὸ ἂν ἐπιτάσσῃς σύ», Ηρόδ.
β. «φυλάττειν τὸν πατέρ’ ἐπέταξε νῷν», Αριστοφ.
γ. «ἐπιτάξαντα ἀποφορὴν ἐπιτελέειν», Ηρόδ.)
2. δίνω, επιβάλλω διαταγές («ἐπιτάσσοντες ἤδη καὶ οὐκέτι αἰτιώμενοι», Θουκ.)
3. χρησιμοποιώ την προστακτική έγκλιση («εὔχεσθαι οἰόμενος ἐπιτάττει εἰπὼν "μῆνιν ἄειδε, θεά", τὸ γὰρ κελεῡσαι φησὶν ποιεῖν τι... ἐπίταξίς έστιν», Αριστοτ.)
4. τοποθετώ κάτι ή κάποιον μετά από άλλο ή δίπλα
5. διορίζω κάποιον ως αρχηγό («ἐπιτάξας αὐτοῑς Πτολεμαῑον», Αρρ.)
6. (η μτχ. παθ. ενεστ.) ἐπιτασσόμενος, -η, -ον
επιβαλλόμενος υποχρεωτικά («κατά νόμον τὸν ἐπιταχθησόμενον», Πλάτ.).