υπαγορεύω
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Greek Monolingual
ὑπαγορεύω, ΝΜΑ
απαγγέλλω κάτι σε κάποιον, συνήθως με αργό ρυθμό, για να το γράψει ή να το επαναλάβει προφορικά (α. «ο καθηγητής υπαγορεύει το κείμενο στους μαθητές» β. «δεῖ γράμματα ἐπίστασθαι τὸν μέλλοντα δυνήσεσθαι τὰ ὑπαγορευόμενα γράφειν», Ξεν.)
νεοελλ.
1. παρακινώ, υποδεικνύω, συμβουλεύω («η συνείδησή μου μού υπαγορεύει να αντισταθώ»)
2. προσπαθώ να υποβάλω ή να επιβάλω σε κάποιον τη θέλησή μου («δεν επιτρέπουμε να μάς υπαγορεύουν άλλοι την πολιτική μας»)
μσν.
εξηγώ, διευκρινίζω («τὸ θεῖον εὐαγγέλιον ὑπαγορεύων αὐτῷ», Δαμασκ. Ι.)
αρχ.
1. προτείνω, υποδηλώνω («οἱ δ' ἐκτὸς καὶ πόρρω βάρβαροι οὐδεμίαν τοιαύτην ὑπηγόρευον ἐλπίδα», Στράβ.)
2. σημαίνω επί πλέον
3. απαριθμώ
4. ονομάζω, κατονομάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀγορεύω.