θορυβητικός: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thoryvitikos | |Transliteration C=thoryvitikos | ||
|Beta Code=qorubhtiko/s | |Beta Code=qorubhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[uproarious]], [[turbulent]], <span class="bibl">Ar. <span class="title">Eq.</span>1380</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:40, 29 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A uproarious, turbulent, Ar. Eq.1380.
German (Pape)
[Seite 1215] Lärm, Unruhe machend, dazu geneigt, Ar. Equ. 1377.
Greek (Liddell-Scott)
θορῠβητικός: -ή, -όν, ταραχώδης, θορυβώδης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
bruyant, tapageur.
Étymologie: θορυβέω.
Greek Monolingual
θορυβητικός, -όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) θορυβώ
αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῡ» — και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ).
Greek Monotonic
θορῠβητικός: -ή, -όν, ταραχώδης, θορυβώδης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θορῠβητικός: шумный, шумливый Arph.
Middle Liddell
θορῠβητικός, ή, όν
uproarious, turbulent, Ar.