подтверждать: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συνεπιμαρτυρέω]], [[φημί]], [[ἐπινεύω]], [[ἐπαληθεύω]], [[προσαυξάνω]], [[προσμαρτυρέω]], [[συμπιστόομαι]], [[συναποφαίνομαι]], [[μαρτυρέω]], [[συναγορεύω]], [[ὑπερείδω]], [[βεβαιόω]], [[συνεπινεύω]], [[κατάφημι]] | |rueltext=[[συναναιρέω]], [[προσφύω]], [[συνεπιτίθημι]], [[συνεπιμαρτυρέω]], [[φημί]], [[ἐπινεύω]], [[ἐπαληθεύω]], [[προσαυξάνω]], [[προσμαρτυρέω]], [[συμπιστόομαι]], [[συναποφαίνομαι]], [[μαρτυρέω]], [[συναγορεύω]], [[ὑπερείδω]], [[βεβαιόω]], [[συνεπινεύω]], [[κατάφημι]], [[ἀληθεύω]], [[πιστόω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
συναναιρέω, προσφύω, συνεπιτίθημι, συνεπιμαρτυρέω, φημί, ἐπινεύω, ἐπαληθεύω, προσαυξάνω, προσμαρτυρέω, συμπιστόομαι, συναποφαίνομαι, μαρτυρέω, συναγορεύω, ὑπερείδω, βεβαιόω, συνεπινεύω, κατάφημι, ἀληθεύω, πιστόω