Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαληθεύω

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰληθεύω Medium diacritics: ἐπαληθεύω Low diacritics: επαληθεύω Capitals: ΕΠΑΛΗΘΕΥΩ
Transliteration A: epalētheúō Transliteration B: epalētheuō Transliteration C: epalitheyo Beta Code: e)palhqeu/w

English (LSJ)

A prove true, substantiate, verify, τὴν αἰτίαν, τὸν λόγον, Th.4.85,8.52; ἔργοις τὴν προσηγορίαν J.BJ7.8.1:—Pass., D.H.1.58.
2 prove one's right to, τοὔνομα, τὴν πρόσρησιν, Ph.2.6, 263.
II intr., to be true, genuine, ἐπαληθεῦον καὶ παγίως ἐνιδρυμένον ib.311, cf. Dam.Pr.31 bis, Sch.Pi.O.10.17.
2 ἐ. τῷ ὀνόματι use the name correctly, Plot.5.9.5; assert truly, Dexipp.in Cat.50.24 (Pass.); but οὐ γὰρ -εύει τῷ ἐξῃρημένῳ τὸ οἰκεῖον ὄνομα κατ' ἀκρίβειαν the transcendent is not strictly entitled to its own name, Dam.Pr. 7.

German (Pape)

[Seite 897] als wahr bestätigen, bewahrheiten, λόγον τινός Thuc. 4, 85. 8, 52, Schol. βεβαιοῦν; Sp., wie Luc. Lapith. 29; pass., D. Hal. 1, 58.

French (Bailly abrégé)

affirmer comme vrai.
Étymologie: ἐπί, ἀληθεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰληθεύω: объявлять правильным, удостоверять, подтверждать (λόγον τινός Thuc.; δόξαν τινά Plut.; τὰ ὑπό τινος κατηγορηθέντα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰληθεύω: ἀποδεικνύω τι ἀληθές, βεβαιῶ, κυρῶ, τὴν αἰτίαν, τὸν λόγον Θουκ. 4. 85., 8. 52: Παθ., Διον. Ἁλ. 1. 58.

Greek Monolingual

(AM ἐπαληθεύω)
1. αποδεικνύω κάτι ως αληθινό, επιβεβαιώνω, επικυρώνω («τὸν τοῦ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», Θουκ.)
2. (αμτβ.). δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα ίδια τα πράγματα ακριβής, αληθινός («επαληθεύθηκαν οι υπόνοιές μου»)
αρχ.
1. αποδεικνύω την ορθότητα ενός πράγματος («ἐπαληθεύω τὴν πρόρρησιν», Φίλων)
2. μεταχειρίζομαι κάτι σωστά («ἐπαληθεύω τῷ ὀνόματι», Πλωτ.)
3. υποστηρίζω κάτι αληθινά, στην πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αληθεύω (< αληθής) ή από μη μαρτυρούμενο επαληθής].

Greek Monotonic

ἐπᾰληθεύω: μέλ. -σω, αποδεικνύω κάτι αληθές, επιβεβαιώνω, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. σω
to prove true, verify, Thuc.