неполный: Difference between revisions
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἡμίοπος]], [[ἡμιτελής]], [[καταδεής]], [[ἀσυντέλεστος]], [[ἀναπάρτιστος]], [[ἀτελείωτος]], [[ἐλλιπής]], [[ἀποδεής]], [[κολοβός]], [[καταληκτικός]], [[ἐλλειπτικός]] | |rueltext=[[ἐνδεής]], [[ἡμίοπος]], [[ἡμιτελής]], [[καταδεής]], [[ἀσυντέλεστος]], [[ἀναπάρτιστος]], [[ἀτελείωτος]], [[ἐλλιπής]], [[ἀποδεής]], [[κολοβός]], [[καταληκτικός]], [[ἐλλειπτικός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐνδεής, ἡμίοπος, ἡμιτελής, καταδεής, ἀσυντέλεστος, ἀναπάρτιστος, ἀτελείωτος, ἐλλιπής, ἀποδεής, κολοβός, καταληκτικός, ἐλλειπτικός