разливаться: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πλεονάζω]], [[ἐποχετεύω]], [[προσαναβαίνω]], [[ὑπερπίπτω]], [[πλημμυρέω]], [[πλημυρέω]], [[λείβω]], [[ἀναχέω]], [[πλημμύρω]], [[πλημύρω]], [[καταδιαχέω]], [[ὑπερχέω]], [[ὑπερεκχύνομαι]], [[περιπροχέομαι]], [[ὑπερεκχέομαι]], [[ἐπισκεδάννυμαι]], [[μύρω]] | |rueltext=[[ὑπερβαίνω]], [[ἐπιπολάζω]], [[ὑπερβάλλω]], [[πληθύω]], [[πλεονάζω]], [[ἐποχετεύω]], [[προσαναβαίνω]], [[ὑπερπίπτω]], [[πλημμυρέω]], [[πλημυρέω]], [[λείβω]], [[ἀναχέω]], [[πλημμύρω]], [[πλημύρω]], [[καταδιαχέω]], [[ὑπερχέω]], [[ὑπερεκχύνομαι]], [[περιπροχέομαι]], [[ὑπερεκχέομαι]], [[ἐπισκεδάννυμαι]], [[μύρω]], [[κατατείνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
ὑπερβαίνω, ἐπιπολάζω, ὑπερβάλλω, πληθύω, πλεονάζω, ἐποχετεύω, προσαναβαίνω, ὑπερπίπτω, πλημμυρέω, πλημυρέω, λείβω, ἀναχέω, πλημμύρω, πλημύρω, καταδιαχέω, ὑπερχέω, ὑπερεκχύνομαι, περιπροχέομαι, ὑπερεκχέομαι, ἐπισκεδάννυμαι, μύρω, κατατείνω