ἐποχετεύω
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
English (LSJ)
carry water by sluices or courses, Pl.Grg. 493e; τὸ ἀπορρέον..δι' ὀχετῶν ἐ. Id.Criti.117b; τροφὴν τοῖς φυτευθεῖσι Ph.1.398; ἐ. ἄνθεσιν ὕδωρ Longus 4.4: metaph., ὑφηγήσεις ἐ. ἀκοαῖς Ph.2.359; λόγος οἴνῳ τὸ φιλάνθρωπον ἐπὶ τὴν ψυχὴν..ἐ. Plu.2.660c, cf. Jul.Or.4.137d, Dam. Pr.35, etc.:—Pass., to be so brought, [αἷμα] ἐκ τῆς καρδίας ἐποχετεύεται καὶ εἰς τὰς φλέβας Arist.PA666a6; [αἱ φλέβες] ἐς ἀλλήλας ἐποχετεύονται are conducted one into another, Hp.Oss.15; ὕδωρ τὸ Ἰούλιον.. εἰς τὴν πόλιν ἐπωχετεύθη D.C.48.32, cf. 49.42: metaph., ἔλλαμψις ἐκ τῶν πρώτων δυνάμεων ταῖς δευτέραις ἐποχετεύεται Herm.in Phdr.p.145A.:—Med., to have water brought upon them, to be irrigated, ἐποχετεύεται τοῖς κοχλίαις τὰ λίαν ἔξαλα Str.17.1.52: metaph., ἐποχετεύω ἵμερον = bring the waters of desire over oneself, bathe in them, Pl.Phdr.251e.
German (Pape)
[Seite 1011] dahin-, daraufleiten, eigtl. Wasser durch einen Kanal, τὸ ἀποῤῥέον ἐπὶ τοὺς ἔξω κύκλους δι' ὀχετῶν Plat. Critia. 117 b; ἐκ τῆς καρδίας τὸ αἷμα ἐποχετεύεται καὶ εἰς τὰς φλέβας Arist. H. A. 3, 4; Hippocr. u. Sp.; übh. wohin bringen, gießen, νάματα Plat. Gorg. 493 e; bewässern, befeuchten, Strab. XVII p. 818. – Übertr., λόγος τῷ οἴνῳ τὸ φιλάνθρωπον καὶ ἠθοποιὸν ἐπὶ τὴν ψυχὴν ἐποχετεύει, das Gespräch führt gleichsam durch den Wein der Seele Leutseligkeit zu, Plut. Symp. 4 prooem. – Med. zu sich leiten, übertr. in sich aufnehmen, ἵμερον P^lat. Phaedr. 251 e.
French (Bailly abrégé)
amener par un canal de dérivation ; fig. amener dans l'âme qqe sentiment.
Étymologie: ἐπί, ὀχετεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐποχετεύω:
1 вливать, доливать Plat.;
2 проводить, отводить: τὸ ἀπορρέον ἐπὶ τοὺς ἔξω κύκλους δι᾽ ὀχετῶν ἐ. Plat. отвести сточные воды во внешние каналы через водостоки; pass. разливаться, разноситься (ἐκ τῆς καρδίας αἷμα ἐποχετεύεται εἰς τὰς φλέβας Arst.);
3 перен. наполнять, преисполнять (τὸ φιλάνθρωπον ἐπὶ τὴν ψυνήν Plut.): ἐποχετευσάμενος ἵμερον Plat. преисполнившийся страстью.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχετεύω: φέρω ὑγρόν τι δι’ ὀχετῶν, Λατ. derivare, Πλάτ. Γοργ. 493Ε· τὸ ἀπορρέον... δι’ ὀχετῶν ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Κριτίᾳ 117Β· πηγὴν ἄλλην εἰς τὸν ἀγωγὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 1. 20· ἐπ. ἄνθεσιν ὕδωρ Λογγ. 4. 4· μεταφ., λόγος οἴνῳ τὸ φιλάνθρωπον ἐπὶ τὴν ψυχὴν... ἐπ. Πλούτ. 2. 660Β: ― Παθ., αἷμα ἐκ τῆς καρδίας ἐποχετεύεται καὶ εἰς τὰς φλέβας Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 4, 11· αἱ φλέβες ἐς ἀλλήλας ἐποχετεύονται, φέρουσιν ἡ μία εἰς τὴν ἄλλην τὸ αἷμα, Ἱππ. 278. 42· ὕδωρ τὸν Ἰούλιον... εἰς τὴν πόλιν ἐπωχετεύθη Δίων Κ. 48. 32, πρβλ. 49. 42. ― Μέσ., ἐποχετεύεται τοῖς κοχλίαις τὰ λίαν ἔξαλα Στράβ. 819· ἰδοῦσα δὲ (ἡ ψυχὴ) καὶ ἐποχετευσαμένη ἵμερον, εἰσαγαγοῦσα εἰς ἑαυτὴν ὡς δι’ ὀχετοῦ ἵμερον, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Ε. Ἡ πρώτη συλλαβὴ μακρὰ ἐν Ἐμπεδ. 190.
Greek Monolingual
(AM ἐποχετεύω)
διοχετεύω, στέλνω νερό σε κάποιο σημείο με οχετό, με αυλάκι
αρχ.
παθ. ἐποχετεύομαι
ποτίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχετεύω «διοχετεύω»].
Greek Monotonic
ἐποχετεύω: μέλ. -σω, μεταφέρω νερό, υδραγωγώ, υδροδοτώ μέσω φραγμάτων ή με αυλάκια, Λατ. derivare, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. σω
to carry water by sluices or courses, Lat. derivare, Plat.