изнурять: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[λωβάομαι]], [[ὑπορύσσω]], [[ὑπορύττω]], [[καταμαραίνω]], [[ταριχεύω]], [[κατατρύχω]], [[τείρω]], [[κατατρύω]], [[κατισχναίνω]], [[τρύω]], [[καταπονέω]], [[ἐξαλαπάζω]], [[διαλύω]], [[τρίβω]], [[τήκω]], [[τάκω]], [[λεπτύνω]], [[συντήκω]], [[ἰσχναίνω]], [[τρύχω]], [[τρυχόω]], [[ἀποτρύω]], [[καταξαίνω]] | |rueltext=[[συγκόπτω]], [[διαχράομαι]], [[λωβάομαι]], [[ὑπορύσσω]], [[ὑπορύττω]], [[καταμαραίνω]], [[ταριχεύω]], [[κατατρύχω]], [[τείρω]], [[κατατρύω]], [[κατισχναίνω]], [[τρύω]], [[καταπονέω]], [[ἐξαλαπάζω]], [[διαλύω]], [[τρίβω]], [[τήκω]], [[τάκω]], [[λεπτύνω]], [[συντήκω]], [[ἰσχναίνω]], [[τρύχω]], [[τρυχόω]], [[ἀποτρύω]], [[καταξαίνω]], [[μαραίνω]], [[καθαιρέω]], [[γυμνάζω]], [[κακόω]], [[δαπανάω]], [[σκύλλω]], [[παρίημι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
συγκόπτω, διαχράομαι, λωβάομαι, ὑπορύσσω, ὑπορύττω, καταμαραίνω, ταριχεύω, κατατρύχω, τείρω, κατατρύω, κατισχναίνω, τρύω, καταπονέω, ἐξαλαπάζω, διαλύω, τρίβω, τήκω, τάκω, λεπτύνω, συντήκω, ἰσχναίνω, τρύχω, τρυχόω, ἀποτρύω, καταξαίνω, μαραίνω, καθαιρέω, γυμνάζω, κακόω, δαπανάω, σκύλλω, παρίημι