καταξαίνω

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξαίνω Medium diacritics: καταξαίνω Low diacritics: καταξαίνω Capitals: ΚΑΤΑΞΑΙΝΩ
Transliteration A: kataxaínō Transliteration B: kataxainō Transliteration C: kataksaino Beta Code: katacai/nw

English (LSJ)

A fut. -ξᾰνῶ LXX Jd.8.7:—card, comb well, καταξῆναι Pl. Com.245:—Pass., εἴρια κατεξασμένα Hp.Ulc.24; πέτρα κατεξαμμένη hollowed out, D.S.17.71 (hence καταξάνωσι cj. Dind. Id.1.98).
2 tear in pieces, rend in shreds, πλόκους κόμης E.Ion1267; πολλοὺς αἱ σαὶ καταξανοῦσι… χέρες Lyc.300; σάρκας LXX l.c.; κεφαλήν Plu.Agis 2; so κ. τινὰ εἰς φοινικίδα pound him (by stoning) to red rags, Ar. Ach.320:—Pass., πέτροισι… καταξανθεὶς θανεῖν crushed to atoms, S.Aj.728; πρὶν κατεξάνθαι βολαῖς E.Ph.1145; πέτραις καταξανθέντες ὀστέων ῥαφάς Id.Supp.503; πυρὶ καταξανθέντας Id.HF285; λύγου ξηρᾶς πληγαῖς -εξασμένης Longus 2.1.
3 wear, waste away, πνοαὶ… τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργείων A.Ag.197 (lyr.); τὴν σάρκα Epicur. Sent.Vat.51; νόσοι κ. ὅλα δι' ὅλων Ph.2.432:—Pass., κατεξάνθην πόνοις E.Med.1030; δακρύοις Id.Tr.509; κατέξανται δέμας Id.Hipp. 274; ὅπλα κατεξάνθαι were worn out by use, D.S.17.94; ἐν τοῖς ὀρύγμασι καταξαινόμενοι τὰ σώματα Id.5.38.

German (Pape)

[Seite 1367] zerkrempeln, eigtl. wie das simplex von der Wolle, Plat. com. bei Poll. 7, 30; ἔρια κατεξασμένα Hippocr. Gew. übertr., zerreißen, zerschlagen, aufreiben, verzehren, πνοαὶ τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργείων Aesch. Ag. 190; πέτροις καταξανθείς, gesteinigt, Soph. Ai. 728; κατεξάνθαι βολαῖς Eur. Phoen. 1152; Suppl. 503; Ar. Ach. 320 τί φειδόμεσθα τῶν λίθων μὴ οὐ καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον εἰς φοινικίδα, zu einem Purpurkleide schlagen, d. i. nach den Schol. steinigen, daß der ganze Leib blutig ist. Aber auch θνήσκειν πυρὶ καταξανθέντας, Eur. Herc. Fur. 285, u. κατεξάνθην πόνοις, ich wurde aufgerieben, Med. 1030; ὡς ἀσθενεῖ τε καὶ κατέξανται δέμας Hipp. 274; so auch in späterer Prosa, κατὰ γῆς ἐν τοῖς ὀρύγμασι καταξαινόμενοι τὰ σώματα ἀποθνήσκουσι D. Sic. 5, 38; aber πέτρα κατεξαμμένη ist ein ausgehöhlter Fels, id. 17, 71, wie von den Bildhauern gesagt wird λίθους καταξαίνειν, 1, 98, l. d.; Hippocr. u. Long. haben das perf. κατέξασμαι.

French (Bailly abrégé)

f. καταξανῶ, Pass. ao. κατεξάνθην, pf. κατέξασμαι ou κατέξαμμαι;
1 gratter, creuser;
2 écorcher, déchirer ; Pass. πέτροις καταξανθείς SOPH déchiré à coups de pierre ; fig. user, fatiguer, épuiser.
Étymologie: κατά, ξαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ξαίνω, aor. act. κατέξανα en κατέξηνα kaarden (= kammen van wol). openrijten, in stukken scheuren, verminken:. πέτροισι πᾶς καταξανθείς door steniging totaal vermorzeld Soph. Ai. 728; (zie 1 en 2) καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον εἰς φοινικίδα die man tot een rood jasje kaarden (d.w.z. tot bloedens toe verwonden) Aristoph. Ach. 320. verteren, uitputten:; πυρὶ καταξανθέντας door vuur verteerd Eur. HF 285; overdr.. κατέξαινον ἄνθος Ἀργείων zij putten de bloem van Griekenland uit Aeschl. Ag. 197; κατέξανται δέμας haar lichaam is uitgeput Eur. Hipp. 274; κατεξάνθην πόνοις ik was uitgeput door barensweeën Eur. Med. 1030.

Russian (Dvoretsky)

καταξαίνω: (pf. pass. κατέξασμαι и κατέξαμμαι)
1 досл. (о шерсти) чесать, расчесывать, перен. тесать, обтесывать (λίθους Diod.);
2 рвать, вырывать (πλόκους κόμης Eur.);
3 растерзывать, избивать (καταξανθεὶς πέτροις Soph. или βολαῖς Eur.; κεφαλήν Plut.): κ. τινὰ εἰς φοινικίδα Arph. избить кого-л. до крови;
4 уничтожать, губить (ἄνθος Ἄργους Aesch.): πυρὶ καταξανθείς Eur. погибший от огня, сгоревший;
5 изнурять (τὰς ἕξεις Plut.); med.-pass. изнемогать (πόνοις Eur.): δακρύοις καταξανθεῖσα Eur. обессилевшая от слез; κατὰ γῆς ἐν τοῖς ὀρύγμασι καταξαινόμενοι τὰ σώματα Diod. изнемогающие в подземных рудниках (иберийские рабы).

Greek (Liddell-Scott)

καταξαίνω: μέλλ. -ξᾰνῶ, ἐντελῶς ξαίνωκτενίζω, «λαναρίζω», κυρ. ἐπὶ τῶν ἐρίων, καταξῆναι Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 52.- Παθ., εἴρια κατεξασμένα Ἱππ. 881G· πέτρα κατεξαμμένη καὶ κατὰ μέσα οἴκους ἔχουσα, κεκομμένη, ἥτις ἐκοιλάνθη, Διόδ. 17. 71 (ἐντεῦθεν διορθωτέον, λίθους καταξαίνωσι ἐν 1. 98)· συνάπτεται μετὰ τοῦ κατεργάσασθαι, ἐπὶ τῶν γλυπτῶν. 2) σπαράττω εἰς τεμάχια, σχίζω εἰς λωρίδας, ἀναλύω, «κομματιάζω», πλόκους κόμης Εὐρ. Ἴων. 1267· πολλοὺς αἱ σαὶ καταξανοῦσι… χέρες Λυκόφρων 300· οὕτω, καταξαίνειν τινὰ εἰς φοινικίδα, «αἱμάσσειν αὐτὸν λίθοις ὥστε φοινικοῦν ποιῆσαι τὸ σῶμα αὐτοῦ» (Σχολ.), ἡ μεταφορὰ ἐκ τῶν ἐρίων, ἅτινα ξαίνονται διὰ τὴν φοινικίδα ἐσθῆτα, ὅθεν καὶ τὸ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 320.- Παθ., πέτροισι καταξανθεὶς θανεῖν, λιθοβοληθείς, συντριφθείς, Σοφ. Αἴ. 728· πρὶν κατεξάνθαι βολαῖς Εὐρ. Φοίν. 1145· πέτραις καταξανθέντες ὀστέων ῥαφὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 503· πυρὶ καταξανθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 285· καὶ καταξάνας τὸ σῶμα (δηλ. πληγαῖς) Χρυσόστ., ὅπερ ἀλλαχοῦ προστίθεται, πληγαῖς καταξαινόμενοι, καταμαστιζόμενοι. 3) κατατρίβω, φθείρω, μεταφορ., Λατ. atterere, πνοαὶ… τρίβῳ κατέξαινον ἄνθος Ἀργείων Αἰσχύλ. Ἀγ. 197· Παθ., κατεξάνθην πόνοις Εὐρ. Μήδ. 1030· δακρύοις Τρῳ. 509· ὡς ἀσθενεῖ καὶ κατέξανται δέμας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 274· ὅπλα κατέξανται, ἔχουσι φθαρῆ διὰ τῆς χρήσεως, Διόδ. 17. 94· ἐν τοῖς ὀρύγμασι καταξαινόμενοι τὰ σώματα ὁ αὐτ. 5. 38· ὀδυρμοῖς καταξαίνειν τὴν ψυχὴν Βασίλ.

Greek Monolingual

καταξαίνω (AM)
καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τους... πλόκους κόμης καταξήνωσι Παρνασσοῦ πλάκες», Ευρ.)
αρχ.
1. (συν. για έριο) ξαίνω καλά, λαναρίζω
2. φθείρω, καταστρέφω (α. «νόσοι καταξαίνουσιν ὅλα δι' ὅλων», Φίλ.
β. «ὅπλα κατεξάνθαι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ξαίνω «χτυπώ, καταστρέφω» αλλά και «χτενίζω το μαλλί»].

Greek Monotonic

καταξαίνω: μέλ. -ξᾰνῶ,
1. ξαίνω, λαναρίζω ή χτενίζω καλά· κομματιάζω, σχίζω σε λωρίδες, σε Ευρ.· καταξαίνειν τινὰεἰς φοινικίδα, σε Αριστοφ. — Παθ., καταξανθείς, διασπασμένος σε άτομα, σε Σοφ.· πρὶν κατεξάνθαι, σε Ευρ.
2. τρίβω ή φθείρω, Λατ. atterere, σε Αισχύλ. — Παθ., κατεξάνθην πόνοις, δακρύοις, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -ξᾰνῶ
1. to card or comb well: to tear in pieces, rend in shreds, Eur.; καταξαίνειν τινὰ εἰς φοινικίδα to pound him to red rags, Ar.:—Pass., καταξανθείς crushed to atoms, Soph.; πρὶν κατεξάνθαι Eur.
2. to wear or waste away, Lat. atterere, Aesch.: Pass., κατεξάνθην πόνοις, δακρύοις Eur.