высокопарный: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(2) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὑψίλοφος]] | |rueltext=[[ὑψίλοφος]] ;; [[μεγαλόφωνος]] ;; [[διθυραμβώδης]] ;; [[τραγικός]] ;; [[χαῦνος]] ;; [[ἱππόκρημνος]] ;; [[θεατρικός]] ;; [[ὑπέρογκος]] ;; [[μεγαλήνωρ]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 18 October 2019
Russian > Greek
ὑψίλοφος ;; μεγαλόφωνος ;; διθυραμβώδης ;; τραγικός ;; χαῦνος ;; ἱππόκρημνος ;; θεατρικός ;; ὑπέρογκος ;; μεγαλήνωρ