поддерживать: Difference between revisions
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ | |rueltext=[[ἀνέχω]], [[συνεκπονέω]], [[ἀνορθόω]], [[συγκουφίζω]], [[ἀνίσχω]], [[ὑπέχω]], [[ὑπερδικέω]], [[βόσκω]], [[βουκολέω]], [[τρέφω]], [[κωχεύω]], [[ἀντιστηρίζω]], [[διασκηρίπτω]], [[στυλόομαι]], [[ἐφοδιάζω]], [[ἐποδιάζω]], [[συναγορεύω]], [[ὑπερείδω]], [[ἐπαυξάνω]], [[ἐξερείδω]], [[ὑποφέρω]], [[ἐκδέχομαι]], [[διάγω]], [[ἐρείδω]], [[φέρβω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀνέχω, συνεκπονέω, ἀνορθόω, συγκουφίζω, ἀνίσχω, ὑπέχω, ὑπερδικέω, βόσκω, βουκολέω, τρέφω, κωχεύω, ἀντιστηρίζω, διασκηρίπτω, στυλόομαι, ἐφοδιάζω, ἐποδιάζω, συναγορεύω, ὑπερείδω, ἐπαυξάνω, ἐξερείδω, ὑποφέρω, ἐκδέχομαι, διάγω, ἐρείδω, φέρβω