придавать: Difference between revisions
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[περιτίθημι]], [[ἐπανατίθημι]], [[ἐνομόργνυμαι]], [[περιάπτω]], [[περάπτω]], [[ὑποποιέω]], [[συνδίδωμι]], [[προσμερίζω]], [[προστρίβω]] | |rueltext=[[ἐντίθημι]], [[ἐπιδίδωμι]], [[περιτίθημι]], [[ἐπανατίθημι]], [[ἐνομόργνυμαι]], [[περιάπτω]], [[περάπτω]], [[ὑποποιέω]], [[συνδίδωμι]], [[προσμερίζω]], [[προστρίβω]], [[παρατίθημι]], [[ὀπάζω]], [[κοινόω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐντίθημι, ἐπιδίδωμι, περιτίθημι, ἐπανατίθημι, ἐνομόργνυμαι, περιάπτω, περάπτω, ὑποποιέω, συνδίδωμι, προσμερίζω, προστρίβω, παρατίθημι, ὀπάζω, κοινόω