стойкий: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[δυσέκκρουστος]], [[ταλασίφρων]], [[εὐτλάμων]], [[εὐκάρδιος]], [[ἀπαραχώρητος]], [[ἀπτώς]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀσφαλής]], [[μόνιμος]], [[μενεχάρμης]], [[ἐμμενετικός]], [[ἔμμονος]], [[δυσεξίτηλος]], [[ὑποστατικός]], [[τλήθυμος]], [[τλάθυμος]], [[στάδιος]], [[φερέκακος]], [[τλητός]], [[τλατός]], [[τολμήεις]], [[τλήμων]], [[τλάμων]] | |rueltext=[[συνεχής]], [[ἔμπεδος]], [[δυσέκκρουστος]], [[ταλασίφρων]], [[εὐτλάμων]], [[εὐκάρδιος]], [[ἀπαραχώρητος]], [[ἀπτώς]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀσφαλής]], [[μόνιμος]], [[μενεχάρμης]], [[ἐμμενετικός]], [[ἔμμονος]], [[δυσεξίτηλος]], [[ὑποστατικός]], [[τλήθυμος]], [[τλάθυμος]], [[στάδιος]], [[φερέκακος]], [[τλητός]], [[τλατός]], [[τολμήεις]], [[τλήμων]], [[τλάμων]], [[σταδαῖος]], [[ἐπίμονος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 15 October 2019
Russian > Greek
συνεχής, ἔμπεδος, δυσέκκρουστος, ταλασίφρων, εὐτλάμων, εὐκάρδιος, ἀπαραχώρητος, ἀπτώς, ἄκαμπτος, ἀσφαλής, μόνιμος, μενεχάρμης, ἐμμενετικός, ἔμμονος, δυσεξίτηλος, ὑποστατικός, τλήθυμος, τλάθυμος, στάδιος, φερέκακος, τλητός, τλατός, τολμήεις, τλήμων, τλάμων, σταδαῖος, ἐπίμονος