тревожить: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[κήδω]], [[διοχλέω]], [[δάκνω]], [[ταράσσω]], [[ταράττω]], [[ὑποταράσσω]], [[ὑποταράττω]], [[ὑποθράττω]], [[ἐπιταράσσω]], [[ἐπιταράττω]], [[θορυβέω]], [[δάπτω]], [[διαθορυβέω]], [[θράσσω]], [[θράττω]], [[ὀρσολοπεύω]], [[ὀρσολοπέω]], [[παραλυπέω]] | |rueltext=[[διαφέρω]], [[στροβέω]], [[κήδω]], [[διοχλέω]], [[δάκνω]], [[ταράσσω]], [[ταράττω]], [[ὑποταράσσω]], [[ὑποταράττω]], [[ὑποθράττω]], [[ἐπιταράσσω]], [[ἐπιταράττω]], [[θορυβέω]], [[δάπτω]], [[διαθορυβέω]], [[θράσσω]], [[θράττω]], [[ὀρσολοπεύω]], [[ὀρσολοπέω]], [[παραλυπέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
διαφέρω, στροβέω, κήδω, διοχλέω, δάκνω, ταράσσω, ταράττω, ὑποταράσσω, ὑποταράττω, ὑποθράττω, ἐπιταράσσω, ἐπιταράττω, θορυβέω, δάπτω, διαθορυβέω, θράσσω, θράττω, ὀρσολοπεύω, ὀρσολοπέω, παραλυπέω